δωδεκάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de douze mois.<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[μήν]]².
|btext=ος, ον :<br />de douze mois.<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[μήν]]².
}}
{{elru
|elrutext='''δωδεκάμηνος:''' Pind. = [[δυωδεκάμηνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δωδεκάμηνος -ον, ook δυωδεκάμηνος [δώδεκα, μήν] van twaalf maanden.
|elnltext=δωδεκάμηνος -ον, ook δυωδεκάμηνος [δώδεκα, μήν] van twaalf maanden.
}}
{{elru
|elrutext='''δωδεκάμηνος:''' Pind. = [[δυωδεκάμηνος]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάμηνος Medium diacritics: δωδεκάμηνος Low diacritics: δωδεκάμηνος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dōdekámēnos Transliteration B: dōdekamēnos Transliteration C: dodekaminos Beta Code: dwdeka/mhnos

English (LSJ)

ον, of twelve months, τέλος Pi.N.11.10 (but δυω- codd.): -μηνον, τό, year, Thd.Da.4.26, POxy.506.15 (ii A.D.):—poet. δυωδεκάμ-, twelve months old, Hes.Op.752.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): δυω- Hes.Op.752, Nonn.D.38.114, 40.372
1 de doce meses παῖς Hes.l.c., τέλος Pi.N.11.10, δωδεκαμήνων ὄντων τῶν ἐνιαυτῶν D.S.1.26, λυκάβας Nonn.ll.cc.
2 subst. ἡ δ. periodo de doce meses LXX Da.4.29θ, PPetr.3.134.4, UPZ 112.1.2 (ambos III a.C.), PVindob.Salomons 11.13, POxy.506.15 (ambos II d.C.).

German (Pape)

[Seite 693] von zwölf Monaten, τέλος, Pind. N. 11, 10; poet. δυωδ., Hes. O. 750; δυοκαιδ., Soph. Tr. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de douze mois.
Étymologie: δώδεκα, μήν².

Russian (Dvoretsky)

δωδεκάμηνος: Pind. = δυωδεκάμηνος.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάμηνος: -ον, ἐκ δώδεκα μηνῶν ἀποτελούμενος, τέλος Πίνδ. Ν. 11. 11· ποιητ. δυωδεκάμ-, ἔχων ἡλικίαν δώδεκα μηνῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 750.

English (Slater)

δωδεκᾰμηνος for twelve months, annual ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Er. Schmid: δυωδ- codd.: τὴν πρυτανείαν. Σ) (N. 11.10)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δωδεκάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα μήνες
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα μηνών
3. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάμηνο(ν)
χρονική περίοδος ενός έτους.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκάμηνος -ον, ook δυωδεκάμηνος [δώδεκα, μήν] van twaalf maanden.