εὐπαράδεκτος: Difference between revisions
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] leicht anzunehmen, glaubhaft, Strab. 1, 2, 10; im compar., Pol. 10, 2, 11; – bei Philo auch act., leicht annehmend, τινός. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] leicht anzunehmen, glaubhaft, Strab. 1, 2, 10; im compar., Pol. 10, 2, 11; – bei Philo auch act., leicht annehmend, τινός. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπαράδεκτος:''' [[легко допустимый]], [[приемлемый]] (ἐπίνοιαι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαράδεκτος]], -ον)<br />[[ευπρόσδεκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα δέχεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπαραδέκτως</i> (Α εὐπαραδέκτως)<br />ευχάριστα, ευπρόσδεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρα</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[παραδέχομαι]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαράδεκτος]], -ον)<br />[[ευπρόσδεκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα δέχεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπαραδέκτως</i> (Α εὐπαραδέκτως)<br />ευχάριστα, ευπρόσδεκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρα</i>-[[δεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[παραδέχομαι]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A easily received, acceptable, ἐπίνοιαι Plb.10.2.11 (Comp.), cf. Phld.D.1.24 (Comp.): in Gramm., admissible, A.D. Pron.89.7, al.; opp. ἀπόβλητος, Id.Synt.164.25; easy to admit, σαφὲς καὶ εὐ. Plot.6.4.1. II receiving readily, [λάκκοι] εὐ. ὕδατος Ph.1.572: metaph., [εὐφυΐα] εὐ. σπερμάτων ἀρετῆς ib.136; εὐ. πρὸς τὰ θεωρήματα ib.572.
German (Pape)
[Seite 1086] leicht anzunehmen, glaubhaft, Strab. 1, 2, 10; im compar., Pol. 10, 2, 11; – bei Philo auch act., leicht annehmend, τινός.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράδεκτος: легко допустимый, приемлемый (ἐπίνοιαι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράδεκτος: -ον, εὐκόλως γινόμενος δεκτός, εὐπρόσδεκτος, Πολύβ. 10. 2, 11, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 114Α. ΙΙ. ἑτοίμως δεχόμενος, τινος Φίλων 1. 136· οὕτως, εὐπαράδοχος Κύριλλ. Ἀλ. ΙΙΙ. 961Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαράδεκτος, -ον)
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. αυτός που εύκολα δέχεται κάτι
2. μτφ. επιδεκτικός.
επίρρ...
ευπαραδέκτως (Α εὐπαραδέκτως)
ευχάριστα, ευπρόσδεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-δεκτός (< παραδέχομαι)].