εὐτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peu de valeur d'une chose, bas prix;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> nature vile <i>ou</i> vulgaire, vulgarité;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> simplicité, frugalité, économie.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> peu de valeur d'une chose, bas prix;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> nature vile <i>ou</i> vulgaire, vulgarité;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> simplicité, frugalité, économie.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτελής]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτέλεια:''' ион. εὐτελείη и [[εὐτελίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[дешевизна]] (τῶν σιτίων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[малоценность]], [[незначительность]], [[ничтожность]] (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.): εἰς εὐτέλειαν Arph. по дешевке, т. е. плохо, аляповато;<br /><b class="num">3)</b> [[бережливость]], [[экономия]] Xen., Plat.: ἐπ᾽ εὐτελείᾳ Arph. из экономии; μετ᾽ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. с умеренными затратами, без расточительности; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. сократить расходы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτέλεια:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φθήνια]], σε Ηρόδ.· <i>εἰς εὐτέλειαν</i>, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποταμίευση]], [[οικονομία]], [[λιτότητα]], <i>ἐπ' εὐτελείᾳ</i>, οικονομικά, στον ίδ.· <i>μετ' εὐτελείας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰς εὐτ. συντέμνειν</i>, [[περικόπτω]], κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐτέλεια:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φθήνια]], σε Ηρόδ.· <i>εἰς εὐτέλειαν</i>, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποταμίευση]], [[οικονομία]], [[λιτότητα]], <i>ἐπ' εὐτελείᾳ</i>, οικονομικά, στον ίδ.· <i>μετ' εὐτελείας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰς εὐτ. συντέμνειν</i>, [[περικόπτω]], κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτέλεια:''' ион. εὐτελείη и [[εὐτελίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[дешевизна]] (τῶν σιτίων Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[малоценность]], [[незначительность]], [[ничтожность]] (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.): εἰς εὐτέλειαν Arph. по дешевке, т. е. плохо, аляповато;<br /><b class="num">3)</b> [[бережливость]], [[экономия]] Xen., Plat.: ἐπ᾽ εὐτελείᾳ Arph. из экономии; μετ᾽ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. с умеренными затратами, без расточительности; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. сократить расходы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:16, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτέλεια Medium diacritics: εὐτέλεια Low diacritics: ευτέλεια Capitals: ΕΥΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: eutéleia Transliteration B: euteleia Transliteration C: efteleia Beta Code: eu)te/leia

English (LSJ)

Ion. εὐτελείη or εὐτελίη (v. infr. 11.2), ἡ,
A having little to pay, cheapness, πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων = to procure cheapness of... Hdt.2.92; εἰς εὐτέλειαν = cheaply, i.e. vilely, εἰς εὐτέλειαν χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av.805; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. εἰς εὐτέλειαν = the cheapest, Antiph.20; μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2.
2 meanness, shabbiness, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21; εὐτέλειαν οἴκου καὶ ἀμορφία Luc.Dom.14.
II thrift, economy, ἐπ' εὐτελείᾳ = economically, Ar.Ra.406 (lyr.); φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας = without extravagance, Th.2.40; ἐς εὐτέλειαν ξυντετμῆσθαι to be cut down to an economical standard, Id.8.86; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι ib. 1: in plural, economies, ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1.
2 Εὐτελίη personified, Εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. peu de valeur d'une chose, bas prix;
II. p. suite
1 nature vile ou vulgaire, vulgarité;
2 en b. part simplicité, frugalité, économie.
Étymologie: εὐτελής.

Russian (Dvoretsky)

εὐτέλεια: ион. εὐτελείη и εὐτελίη
1) дешевизна (τῶν σιτίων Her.);
2) малоценность, незначительность, ничтожность (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.): εἰς εὐτέλειαν Arph. по дешевке, т. е. плохо, аляповато;
3) бережливость, экономия Xen., Plat.: ἐπ᾽ εὐτελείᾳ Arph. из экономии; μετ᾽ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. с умеренными затратами, без расточительности; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. сократить расходы.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτέλεια: ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. εὐμάρεια): εὐθηνία, πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς κάλλος, εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· κρέας δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) εὐτέλεια ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. οἰκονομία, λιτότης, ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, μετὰ λιτότητος, ἄνευ πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι μέχρι σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν αὐτόθι 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα εἶναι ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. ὄνομα κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) ευτελής
1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή
2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότηταευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.)
μσν.
1. περιφρόνηση, καταφρόνηση
2. (με καλή σημ.) ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. έννοια) οικονομία, λιτότητα, απλότητα («φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας», Θουκ.)
2. φρ. «εἰς εὐτέλειαν»
α) φθηνά, άσχημα, κακώς
β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή τιμή, της φθήνιας, το φθηνό.

Greek Monotonic

εὐτέλεια: Ιων. -ίη, ἡ,
I. φθήνια, σε Ηρόδ.· εἰς εὐτέλειαν, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.
II. αποταμίευση, οικονομία, λιτότητα, ἐπ' εὐτελείᾳ, οικονομικά, στον ίδ.· μετ' εὐτελείας, σε Θουκ.· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτω, κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.

Middle Liddell


I. cheapness, Hdt.; εἰς εὐτέλειαν cheaply, i. e. vilely, Ar.
II. thrift, economy, ἐπ' εὐτελείᾳ economically, Ar.; μετ' εὐτελείας Thuc.; εἰς εὐτ. συντέμνειν to cut down to an economical standard, Thuc. [from εὐτελής

English (Woodhouse)

cheapness, economy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)