εὐπερίληπτος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπερίληπτος:''' легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий ([[ὑπόθεσις]] εὐ. καὶ [[στενή]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπερίληπτος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]], ο ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοψίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο μη [[διεξοδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[περιλαμβάνω]])]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπερίληπτος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]], ο ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοψίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο μη [[διεξοδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[περιλαμβάνω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A easily embraced, Hippiatr.14. 2 metaph., limited, ὑποθέσεις Plb.7.7.6. II easy to comprehend, ἀνθρώπῳ Porph.Abst.3.4.
German (Pape)
[Seite 1088] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίληπτος: легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий (ὑπόθεσις εὐ. καὶ στενή Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίληπτος: -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· ἐντεῦθεν, συνεσταλμένος, στενός, Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος
αρχ.
1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα
2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-ληπτός (< περιλαμβάνω)].