θαυματοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait voir des choses merveilleuses ; <i>subst.</i> ὁ [[θαυματοποιός]] jongleur, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait voir des choses merveilleuses ; <i>subst.</i> ὁ [[θαυματοποιός]] jongleur, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμᾰτοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[фокусник]], [[жонглер]] Plat., Arst., Plut.<br />творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαυμᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., [[μάγος]], [[ταχυδακτυλουργός]], [[απατεώνας]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''θαυμᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., [[μάγος]], [[ταχυδακτυλουργός]], [[απατεώνας]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμᾰτοποιός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[фокусник]], [[жонглер]] Plat., Arst., Plut.<br />творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτοποιός Medium diacritics: θαυματοποιός Low diacritics: θαυματοποιός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thaumatopoiós Transliteration B: thaumatopoios Transliteration C: thavmatopoios Beta Code: qaumatopoio/s

English (LSJ)

όν, wonder-working, ὄνειροι Luc. Somn.14; acrobatic, κοῦραι Matro Conv.121: as substantive, conjurer, juggler, Pl.Sph.235b, D.2.19: as fem., IG11(2).110.34(Delos, iii B.C.), etc.; puppet-showman, Pl.R.514b, Phlp.in GA77.16.

German (Pape)

[Seite 1189] Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; θαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait voir des choses merveilleuses ; subst.θαυματοποιός jongleur, charlatan.
Étymologie: θαῦμα, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰτοποιός: IIфокусник, жонглер Plat., Arst., Plut.
творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτοποιός: -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14· ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β· ὡς οὐσιαστ., γόης, ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19.

Greek Monolingual

-ό (Α θαυματοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός
αρχ.
1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά
2. το αρσ. ως ουσ.θαυματοποιός
εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. μυθοποιός, νομισματοποιός)].

Greek Monotonic

θαυμᾰτοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., μάγος, ταχυδακτυλουργός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell

θαυμᾰτο-ποιός, όν ποιέω
wonder-working:—as substantive a conjuror, juggler, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

juggler

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)