θαλπνός: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />chaud.<br />'''Étymologie:''' [[θάλπω]].
|btext=ή, όν :<br />chaud.<br />'''Étymologie:''' [[θάλπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θαλπνός:''' [[теплый]], [[согревающий]] (ἁλίου [[ἄστρον]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαλπνός:''' -ή, -όν ([[θάλπω]]), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.
|lsmtext='''θαλπνός:''' -ή, -όν ([[θάλπω]]), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαλπνός:''' [[теплый]], [[согревающий]] (ἁλίου [[ἄστρον]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θαλπνός]], ή, όν [[θάλπω]]<br />warming, fostering, Pind.
|mdlsjtxt=[[θαλπνός]], ή, όν [[θάλπω]]<br />warming, fostering, Pind.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπνός Medium diacritics: θαλπνός Low diacritics: θαλπνός Capitals: ΘΑΛΠΝΟΣ
Transliteration A: thalpnós Transliteration B: thalpnos Transliteration C: thalpnos Beta Code: qalpno/s

English (LSJ)

ή, όν, warming, fostering, θαλπνότερον ἄστρον Pi.O. 1.6.

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, erhitzend, οὐδὲν θαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
chaud.
Étymologie: θάλπω.

Russian (Dvoretsky)

θαλπνός: теплый, согревающий (ἁλίου ἄστρον Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

θαλπνός: -ή, -όν, θερμαίνων, θάλπων, θαλπνότερον ἄστρον Πίνδ. Ο. 1. 8.

English (Slater)

θαλπνός warm μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6)

Greek Monolingual

θαλπνός, -ή, -όν (Α) θάλπω
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

θαλπνός: -ή, -όν (θάλπω), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θαλπνός, ή, όν θάλπω
warming, fostering, Pind.