θλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1212.png Seite 1212]] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1212.png Seite 1212]] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.
}}
{{elru
|elrutext='''θλαστικός:''' [[могущий раздавить]], [[мнущий]] ([[πᾶσα]] πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θλάστ</i>-<i>ης</i> ή <i>θλαστ</i>-<i>ός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θλαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] για [[θλάση]], αυτός που συντρίβει, [[συντριπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[θλαστικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θλάστ</i>-<i>ης</i> ή <i>θλαστ</i>-<i>ός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θλαστικός:''' [[могущий раздавить]], [[мнущий]] ([[πᾶσα]] πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλαστικός Medium diacritics: θλαστικός Low diacritics: θλαστικός Capitals: ΘΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thlastikós Transliteration B: thlastikos Transliteration C: thlastikos Beta Code: qlastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to crush, crushing, Arist.Pr.884b35.

German (Pape)

[Seite 1212] zum Quetschen, Zerdrücken geschickt.

Russian (Dvoretsky)

θλαστικός: могущий раздавить, мнущий (πᾶσα πληγὴ διαιρετικόν ἐστιν ἢ θλαστικόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θλαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς θλάσιν, συντρίβων, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ-ης ή θλαστ-ός].