λεϊστός: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λεϊστός
|Medium diacritics=λεϊστός
|Low diacritics=λειστός
|Capitals=ΛΕΙΣΤΟΣ
|Transliteration A=leïstós
|Transliteration B=leistos
|Transliteration C=leistos
|Beta Code=lei+sto/s
|Definition=ή, όν, v. [[ληϊστός]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0026.png Seite 26]] ion. u. ep. = [[ληϊστός]], erbeutet, Il. 9, 408.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0026.png Seite 26]] ion. u. ep. = [[ληϊστός]], erbeutet, Il. 9, 408.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>ion. c.</i> [[ληϊστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεϊστός:''' ион. = [[ληϊστός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεϊστός''': -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.
|lstext='''λεϊστός''': -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ή, όν :<br /><i>ion. c.</i> [[ληϊστός]].
|auten=see [[ληϊστός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεϊστός]] και [[ληϊστός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ληϊστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ληΐζομαι]], ενώ ο [[ομηρικός]] τ. [[λεϊστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ληϊστός]] με [[βράχυνση]] για μετρικούς λόγους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεϊστός:''' -ή, -όν, = [[ληϊστός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεϊστός Medium diacritics: λεϊστός Low diacritics: λειστός Capitals: ΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: leïstós Transliteration B: leistos Transliteration C: leistos Beta Code: lei+sto/s

English (LSJ)

ή, όν, v. ληϊστός.

German (Pape)

[Seite 26] ion. u. ep. = ληϊστός, erbeutet, Il. 9, 408.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. ληϊστός.

Russian (Dvoretsky)

λεϊστός: ион. = ληϊστός.

Greek (Liddell-Scott)

λεϊστός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.

English (Autenrieth)

see ληϊστός.

Greek Monolingual

λεϊστός και ληϊστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληϊστός < ληΐζομαι, ενώ ο ομηρικός τ. λεϊστός < ληϊστός με βράχυνση για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λεϊστός: -ή, -όν, = ληϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.