λινουργός: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> cordier <i>ou</i> tisserand;<br /><b>2</b> sorte de pierre;<br /><b>3</b> [[οἱ]] λινουργοί sorte d'oie.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ἔργον]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> cordier <i>ou</i> tisserand;<br /><b>2</b> sorte de pierre;<br /><b>3</b> [[οἱ]] λινουργοί sorte d'oie.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνουργός:''' ὁ досл. канатчик или ткач (выделывающий льняные ткани), перен. линург (род минерала) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐνουργός:''' ὁ ([[ἔργω]]), αυτός που υφαίνει το [[λινάρι]], σε Στράβ.
|lsmtext='''λῐνουργός:''' ὁ ([[ἔργω]]), αυτός που υφαίνει το [[λινάρι]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐνουργός:''' ὁ досл. канатчик или ткач (выделывающий льняные ткани), перен. линург (род минерала) Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐν-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a [[weaver]], Strab.
|mdlsjtxt=λῐν-ουργός, οῦ, ὁ, [*[[ἔργω]]<br />a [[weaver]], Strab.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνουργός Medium diacritics: λινουργός Low diacritics: λινουργός Capitals: ΛΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: linourgós Transliteration B: linourgos Transliteration C: linourgos Beta Code: linourgo/s

English (LSJ)

όν, A working flax, spinning or weaving, γυνή Alex.35. II as substantive λ., ὁ, linen-weaver, PMagd. 36.2 (iii B.C.), Str.3.4.9, PRyl.397.2 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).137; συντεχνία λ. IGRom.3.896 (Anazarba). 2 a kind of goose, Dionys.Av.3.23. 3 a kind of stone, Ps.-Plu.Fluv.22.3. 4 λινουργοί, οἱ, name given to the proletariate, D.Chr.34.21.

German (Pape)

[Seite 50] Flachs bearbeitend, Leinwand webend; γυνή, Alexis bei Poll. 7, 72; Strab. III, 160.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cordier ou tisserand;
2 sorte de pierre;
3 οἱ λινουργοί sorte d'oie.
Étymologie: λίνον, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

λῐνουργός: ὁ досл. канатчик или ткач (выделывающий льняные ткани), перен. линург (род минерала) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸ λινάρι, κλώθων ἢ ὑφαίνων ἐξ αὐτοῦ, γυνὴ Ἄλεξ. ἐν «Βωμῷ» 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λινουργός, ὁ, ὑφάντης, Στράβ. 162. 2) εἶδος χηνός, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 23. 3) εἶδος λίθου, Πλούτ. 2. 1162.

Greek Monolingual

-ό (Α λινουργός, -όν)
αυτός που κατεργάζεται το λίνο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.λινουργός
α) υφάντης λινών
β) είδος χήνας
γ) είδος λίθου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί
ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, ξυλουργός].

Greek Monotonic

λῐνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που υφαίνει το λινάρι, σε Στράβ.

Middle Liddell

λῐν-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a weaver, Strab.