μέλι: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιτος (τό) :<br /><b>1</b> miel;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> suc qui suinte du tronc du palmier.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> mel, mulsum.
|btext=ιτος (τό) :<br /><b>1</b> miel;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> suc qui suinte du tronc du palmier.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> mel, mulsum.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλῐ:''' ῐτος τό<br /><b class="num">1)</b> [[мед]] (χλωρόν Hom.; παμφαές Aesch.; [[ἄγριον]] NT): μέλιτος [[γλυκίων]] ῥέεν [[αὐδή]] Hom. слаще меда лилась речь (Нестора);<br /><b class="num">2)</b> [[медвяный напиток]] (из сока финиковой пальмы) Her.;<br /><b class="num">3)</b> [[сладкая смола]] (ἀπὸ τῶν δένδρων συλλεγόμενον Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλῐ:''' τό, γεν. <i>-ιτος</i> κ.λπ., Λατ. [[mel]], [[μέλι]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''μέλῐ:''' τό, γεν. <i>-ιτος</i> κ.λπ., Λατ. [[mel]], [[μέλι]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλῐ:''' ῐτος τό<br /><b class="num">1)</b> [[мед]] (χλωρόν Hom.; παμφαές Aesch.; [[ἄγριον]] NT): μέλιτος [[γλυκίων]] ῥέεν [[αὐδή]] Hom. слаще меда лилась речь (Нестора);<br /><b class="num">2)</b> [[медвяный напиток]] (из сока финиковой пальмы) Her.;<br /><b class="num">3)</b> [[сладкая смола]] (ἀπὸ τῶν δένδρων συλλεγόμενον Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλῐ Medium diacritics: μέλι Low diacritics: μέλι Capitals: ΜΕΛΙ
Transliteration A: méli Transliteration B: meli Transliteration C: meli Beta Code: me/li

English (LSJ)

τό, gen. μέλῐτος, etc.; dat. A μέλι Philox.3.17; gen. pl. μελίτων Emp.128.7 (nisi leg. μελιτῶν, cf. μελιτόν):—honey, Od.20.69, etc.; μέλι χλωρόν Il.11.631, Od.10.234, Xenoph.38.1; ξανθόν Simon.47; παμφαές A. Pers.612; τὸ μέλι τἀττικόν Ar. Pax252, cf. Men.708; various kinds, Thphr. Fr.190; said to be made from the palm (φοῖνιξ), Hdt.1.193, cf.4.194; μέλι θανάτου σύμβολον Porph. Antr.18. 2 in comparisons, of anything sweet, especially of eloquence, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, cf. Pi. O.10 (ΙΙ).98; Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ar. Fr.581; ὕπνος γλυκίων μέλιτος Mosch.2.3; ἡ τῶν ἀνδρῶν [χολή] ἐστι πρὸς ἐκείνην μέλι Alex.146.6: prov. μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα = I want neither the honey nor the bee, of those who refuse to take 'the rough with the smooth', Sapph.113. II sweet gum collected from certain trees, manna, Arist. Mir.831b23; τὸ ὕον μέλι Polyaen.4.3.32; μέλι ἄγριον, μέλι μαινόμενον, D.S.19.94, Str.12.3.18. (Cf. Goth. milip, Lat. mel.)

German (Pape)

[Seite 122] ιτος, τό, Honig, mel, Hom. u. Folgde überall; γλυκερόν, Od. 20, 69 u. öfter, χλωρόν, Il. 11, 630, γλυκίων μέλιτος αὐδή, 1, 249; παμφαές, tropfenhell, Aesch. Pers. 604; γλυκεῖαι μέλιτος ῥοαί, Eur. Bacch. 710; μέλι καὶ γάλα, Plat. Ion 534 a, u. sonst oft neben einander genannt; μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι, Legg. VI, 782 c; ὕον μέλι, das persische Manna, Polyaen. 4, 3, 32; auch übertr. wie bei uns, vgl. Alexis bei Ath. XIII, 558 e. Nach Mein. auch indeclinabel, Philoxen. bei Ath. IV, 147 b ξανθαὶ μέλι καρίδες, wo sonst μελικάριδες gelesen wird.

French (Bailly abrégé)

ιτος (τό) :
1 miel;
2 p. anal. suc qui suinte du tronc du palmier.
Étymologie: cf. lat. mel, mulsum.

Russian (Dvoretsky)

μέλῐ: ῐτος τό
1) мед (χλωρόν Hom.; παμφαές Aesch.; ἄγριον NT): μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Hom. слаще меда лилась речь (Нестора);
2) медвяный напиток (из сока финиковой пальмы) Her.;
3) сладкая смола (ἀπὸ τῶν δένδρων συλλεγόμενον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μέλῐ: τό, γεν. -ιτος, κτλ.· δοτική τις μέλι παρὰ Φιλοξέν. κατὰ τὸν Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. 641· γεν. πληθ. μελίτων ἐν Ἐμπεδ. 423 (ἔνθα ὁ Sturz, 311, ξουθῶν σπονδὰς μελιτῶν, ὡς ποιητ. τύπ. τοῦ μελισσῶν)· περὶ τῆς καταλήξ. ἴδε πέπερι· (πρβλ. μέλισσα, Λατ. mel, mul-sum Γοτθ. mil-ith (μέλι)· πρβλ. μειλίσσω)· - ὡς καὶ νῦν, ἦν δὲ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς ὥσπερ νῦν ἡ σάκχαρις, Ὀδ. Κ. 234, Υ. 68· μέλι χλωρὸν Ἰλ. Μ. 631· παμφαὲς Αἰσχύλ. Πέρσ. 612· - τὸ Ἀττικὸν μέλι ἦτο περίφημον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 252, Θεσμ. 1192, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· τὰ δὲ διάφορα εἴδη αὐτοῦ διακρίνει ὁ Θεόφρ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 18· λέγεται δὲ ὅτι παρεσκευάζετο καὶ ἐκ φοινίκων ὑπ’ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 4. 194. 2) μεταφορ., ἐπὶ παντὸς γλυκέος πράγματος, μάλιστα ἐπὶ εὐγλωττίας, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 118· Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου (πρβλ. μέλισσα ΙΙ. 1) Ἀριστ. Ἀποσπ. 231· ἐπὶ ὕπνου, Μόσχ. 2. 3· πικράν τε καὶ μεστὴν γυναικείας χολῆς· ἡ τῶν γὰρ ἀνδρῶν ἐστι πρὸς ἐκείνην μέλι Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσι» 1. 6· λάθοις τὴν γλῶσσαν ἐς μέλι πλύνας Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 92. ΙΙ. γλυκὺ κόμμι, συλλεγόμενον ἔκ τινων δένδρων, μάννα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 17· τοῦ ὕοντος μέλιτος, τοῦ ῥέοντος μέλιτος, κατὰ τὸν Λατῖνον μεταφραστ., ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (σελ. 345), Πολύαιν. 4. 3, 32· πρβλ. ἐλαιόμελι. - Παράβαλ. μελιηδής, -κρᾶτος, -φρων, -γηρυς.

English (Autenrieth)

ιτος: honey; used even as a drink, mixed with wine; burned upon the funeral-pyre, Il. 23.170, Od. 24.68; mixed with milk in drink-offerings, μελίκρητον. Figuratively, Il. 1.249, Il. 18.109.

English (Slater)

μέλῐ (μέλι, -ιτος, -ιτι, -ι.) honey κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.53) met., μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (αὐτῷ τῷ ποιήματι. Σ.) (O. 10.98) ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι (ἀλληγορικῶς οὖν τὸν ὕμνον φησί, τὸ καλὸν καὶ ἡδύτατον αὐτοῦ ἐπιδεικνύμενος. Σ.) (N. 3.77) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι amid the beautiful honey of song (I. 5.54) ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm., Wil.) Πα.… τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil. e. Σ: μέλος codd. Theocriti: sc. ὦ Πάν) fr. 97.

Spanish

miel

English (Strong)

apparently a primary word; honey: honey.

English (Thayer)

μέλιτος, τό, the Sept. for דְּבַשׁ (from Homer down). honey: ἄγριον (which see), Mark 1:6.

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM μέλι)
1. υγρή ιξώδης τροφή με γλυκιά γεύση και σκοτεινόχρυσο χρώμα που παράγεται στον πρόλοβο διαφόρων μελισσών από το νέκταρ τών ανθέων
2. μτφ. καθετί το οποίο είναι πάρα πολύ ευχάριστο («τά κρίματα κυρίου... γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι», ΠΔ)
3. μτφ. χαρακτηρισμός ευχάριστης ομιλίας, ευφράδειας ή ευγλωττίας (α. «θαρρείς μέλι στάζει το στόμα του» β. «τα χείλη του μέλι κυματούν», Ερωτόκρ.
γ. «Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. (για φρούτο) πολύ γλυκό (α. «σύκο μέλι» β. «σταφύλια μέλια»)
2. φρ. α) «όλα μέλι γάλα» — λέγεται σε περιπτώσεις συμφιλίωσης μετά από προηγούμενο διαπληκτισμό ή έχθρα
β) «ποτίζω κάποιον το μέλι και το γάλα» — γίνομαι πηγή ευτυχίας για κάποιον
γ) «ταξίδι του μέλιτος» — το ταξίδι τών νεονύμφων αμέσως μετά τον γάμο τους
3. παροιμ. α) «νά 'καναν όλες οι μέλισσες μέλι, θά 'τρωγαν κι οι γύφτοι με τα κουτάλια» [ή «με τα χρυσά πιρούνια»] ή «αν 'κάναν κι οι μπουμπούροι μέλι, θα τρώγανε κι οι κατσιβέλοι» ή «νά 'καναν κι οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά» — καθετί το εκλεκτό λίγοι το δημιουργούν και λίγοι το απολαμβάνουν
β) «αγάλι' αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι» — λέγεται στις περιπτώσεις που καθετί μπορεί να πραγματοποιηθεί με υπομονή και μετά από χρόνο
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ρέει μέλι και γάλα» — λέγεται για τους τόπους που είναι πολύ πλούσιοι και εύφοροι
αρχ.
1. (στην Αίγυπτο) γλυκιά ύλη που παράγεται από το βράσιμο τών καρπών φοινικιάς
2. γλυκό κόμμι που συλλέγεται από ορισμένα δέντρα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μέλιτος μυελός, ἐπὶ τῶν ἄγαν ἡδέων»
4. παροιμ. «μήτε μοι μέλι, μήτε μέλισσα» — ας μού λείπει κι αυτός και το καλό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέλι, -ιτος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meli-t «μέλι» και αντιστοιχεί ακριβώς σε χεττιτ. milit=melit
συνδέεται επίσης με γοτθ. milip, αλβ. mjalte, αρχ. ιρλδ. mil και αρμ. melr, melu, του οποίου η γενική είναι επηρεασμένη από το θ. σε -u του άλλου ΙΕ προσηγορικού με σημ. «μέλι» medhu (πρβλ. λ. μέθυ). Το λατ. mel, mellis, αντίθετα, εξαιτίας του διπλού -l- της γενικής έχει αναχθεί μάλλον σε ρίζα meln- (πρβλ. μείλιχος). Ο τ. μέλι μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή meri, καθώς και στα παράγωγα meritijo, meriteu. Η λ. συνδέεται, τέλος, με το ρ. βλίττω και εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Μελίτων, Μελιτώ, Μελιτίνη (βλ. και λ. μέλισσα).
ΠΑΡ. Μέλισσα, μελιτώδης, μελιχρός
αρχ.
μελίδειον, μελίτεια, μελίτειον, μελιτηρός, μελιτισμός, μελιτίτης, μελιτόν, μελιτώ
αρχ.-μσν.
μελίτινος, μελιτόεις
νεοελλ.
μελάς, μελάτος, μελένιος, μελής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελιγηθής, μελίθρεπτος, μελίλωτο, μελίπηκτο, μελίρρυτος, μελισταγής, μελίφθογγος, μελιφόρος, μελίχρους, μελίχρυσος
αρχ.
μελιανθής, μελιβόας, μελίβρομος, μελίγδουπος, μελιγενέτωρ, μελίγηρυς, μελίγληνος, μελίγλωσσος, μελίεφθος, μελίζωμον, μελίζωρος, μελιηδής, μελίθροος, μελίκηρος, μελίκομπος, μελικράς, μελιουργός, μελιούχος, μελίπαις, μελιπήκτης, μελίπνοος, μελιπτέρωτος, μελίπτορθος, μελιρραθάμιγξ, μελίρροθος, μελίρροος, μελίσπονδα, μελιτερπής, μελιτοειδής, μελιτοποιός, μελιτοπώλης, μελίφθεγκτος, μελίφρων, μελίφυρτος, μελίφωνος, μελίχλωρος
αρχ.-μσν.
μελίκρατος, μελίμηλον, μελίστακτος, μελιτουργώ
μσν.
μελιγράφος, μελιτόβρυτος, μελιτοτρόφος
μσν.- νεοελλ.
μελιτογόνος
νεοελλ.
μελικηρίδιο, μελιστάλαχτος, μελιτοεξαγωγεύς, μελιτοεξαγωγή, μελιτόφιλος, μελιφάγος, μελίχρωμος, μελομακάρονο, μελόπιτ(τ)α. (Β' συνθετικό) ροδόμελι, υδρόμελι
αρχ.
αερόμελι, απόμελι, αρτόμελι, δροσόμελι, ελαιόμελι, ευκρατόμελι, ηδύμελι, θαλασσόμελι, κηρόμελι, κυδωνόμελι, μηλόμελι, οινόμελι, ομφακόμελι, οξύμελι, ορρόμελι, τηλόμελι, φακόμελι, χιονόμελι
νεοελλ.
αγριόμελι, μαστιχόμελο].
(II)
μέλι, τὸ (Μ)
μέλος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον πληθ. του μέλος/ μέλη, νέος ενικός μεταπλασμένος κατά τα ουδ. σε -ι-].

Greek Monotonic

μέλῐ: τό, γεν. -ιτος κ.λπ., Λατ. mel, μέλι, σε Όμηρ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

-ιτος
Grammatical information: n.
Meaning: honey (Il.).
Dialectal forms: Myc. meri.
Compounds: Very often as 1. member, e.g. μελί-κρα-τον, Ion. -κρη-τον "honey-mix", sacrifice of milk and honey (Od.), compound with κεράν-νυμι (s. v.); also μελιτο-, e.g. μελιτο-πώλης m. honey-trader (Ar.); as 2. member a. o. in οἰνό-μελι drink from wine and honey (Plb.; cf. Risch IF 59, 58); on ἀπό-μελι s. v.
Derivatives: A. Several adj.: μελιτόεις honeysweet (Pi.), f. μελιτόεσσα (sc. μᾶζα), Att. μελιτοῦττα honey-cake (Hdt., Ar.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272), μελιτ-ηρός belonging to honey, honey-like (Ar.. Thphr.), -ινος made from h. (pap.), -ώδης honey-like (Thphr.). Prob. also μελι-χρός honey-sweet (Alc., Anacr., Hp., Telecl., Theoc.), cf. πενι-χρός βδελυ-χ-ρός and Chantraine Form. 225 f., Hamm Grammatik 77 w. n. 118. Acc. to Sommer Nominalkomp. 26 n. 3 (where extensive treatment) however Aeol. for μελί-χρως honey-coloured, after Schwyzer 450 for -χροος. -- B. Subst. μελίτ(ε)ιον n. mead (Plu.); μελιτόν κηρίον, η τὸ ἑφθὸν γλεῦκος H.; μελιτίτης (λίθος) topaz, (οἶνος) honey-wine (Dsc.; Redard 57 a. 97); μελίτεια f. Melissa officinalis (Theoc.; Strömberg Pflanzennamen 119); μελιτισμός m. treatment with h. (medic.) as if from *μελιτίζειν. -- C. Verb. μελιτόομαι mix with h., be sweetened with h. (Th., Plu.) with μελίτωμα honey-cake (Com.), -ωσις sweetening (Gloss.). -- On its own stands μέλισσα, -ττα f. bee (Il.), after Schwyzer Glotta 6, 84ff. (thus Fraenkel Glotta 32, 21) haplological for *μελί-λιχ-ι̯α "honey-leckering"; compare Skt. madhu-lih- m. "honey-lecker" = bee; acc. to others however from *μέλιτ-ι̯α, e.g. Lohmann Genus und Sexus (Erg. -h. 10 to KZ) 82 recalling Arm. meɫu bee from meɫr honey (thus Schwyzer 320). From it several compp. and derivv., e.g. μελισσουργός (-ττ-) apiarist (Pl., Arist.) with -έω, -ία, -εῖον, μελισσεύς id. (Arist., pap.; Boßhardt 61), also (with diff. origin) as PN (Boßhardt 123f.); μελίσσιον bee-hive (pap. IIIa; Georgacas Glotta 36, 170), -ία id. (Gp.; Scheller Oxytonierung 45), -ών id. (LXX) etc. -- On βλίττω s. v.
Origin: IE [Indo-European] [723] *meli(t) honey
Etymology: Old inherited word for honey, with Hitt. milit ( = melit) n. directly identical; further with thematic enlargment Goth. miliÞ and Alb. mjaltë (IE *meli-t-o-m). Also Celt., e.g. OIr. mil, and Lat. mel can go back on *meli-t; the -t was prob. originally only at home in the nom.-acc. (Unclear Lat. gen. mellis: from *mel-n-és?; cf. on μείλιχος). Arm. meɫr, gen. meɫu was supposedly after the synonymous *médhu (= μέθυ, s. v.) transferred to the u-stems. From unknown source stems μελίτιον πόμα τι Σκυθικὸν μέλιτος ἑψομένου σὺν ὕδατι καὶ πόᾳ τινί H. -- Details in WP. 2, 296, Pok. 723f., W.-Hofmann s. mel; cf. (on the spread) Porzig Gliederung 202 f.

Middle Liddell

Lat. mel, honey, Hom., etc.

Frisk Etymology German

μέλι: -ιτος
{méli}
Forms: myk. me-ri.
Grammar: n.
Meaning: Honig (seit Il.),
Composita: Sehr oft als Vorderglied, z.B. μελίκρατον, ion. -κρητον "Honiggemisch", Opfer aus Milch und Honig (seit Od.), Zusammenbildung mit κεράννυμι (s. d.); auch μελιτο-, z.B. μελιτοπώλης m. Honighändler (Ar. u. a.); als Hinterglied u. a. in οἰνόμελι Trank aus Wein und Honig (Plb.; vgl. Risch IF 59, 58); zu ἀπόμελι s. bes.
Derivative: Ableitungen. A. Mehrere Adj.: μελιτόεις honigsüß (Pi.), f. μελιτόεσσα (sc. μᾶζα), att. μελιτοῦττα Honigkuchen (Hdt., Ar. u.a.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272), μελιτηρός zum Honig gehörig, honigähnlich (Ar.. Thphr. u. a.), -ινος ‘aus H. gemacht’ (Pap. u. a.), -ώδης honigähnlich (Thphr. usw.). Wohl auch μελιχρός honigsüß (Alk., Anakr., Hp., Telekl. in lyr., Theok. usw.), vgl. πενιχρός βδελυχ-ρός und Chantraine Form. 225 f., Hamm Grammatik 77 m. A. 118. Nach Sommer Nominalkomp. 26 A. 3 (wo ausführliche Behandlung) dagegen äol. für μελίχρως honigfarben, nach Schwyzer 450 für -χροος. — B. Subst. μελίτ(ε)ιον n. Met (Plu. u.a.); μελιτόν· κηρίον, ἢ τὸ ἑφθὸν γλεῦκος H.; μελιτίτης (λίθος) Topas, (οἶνος) Honigwein (Dsk. u.a.; Redard 57 u. 97); μελίτεια f. Melissa officinalis (Theok.; Strömberg Pflanzennamen 119); μελιτισμός m. ‘Behandlung mit H.’ (Mediz.) wie von *μελιτίζειν. — C. Verb. μελιτόομαι ‘mit H. vermischt, versüßt werden’ (Th., Plu.) mit μελίτωμα Honigkuchen (Kom. u. a.), -ωσις Versüßung (Gloss.). — Für sich steht μέλισσα, -ττα f. Biene (seit Il.), nach Schwyzer Glotta 6, 84ff. (zustimmend u. a. Fraenkel Glotta 32, 21) haplologisch für *μελίλιχι̯α "Honigleckerin"; dafür spricht aind. madhu-lih- m. "Honiglecker" = Biene (Kunstdichtung); nach anderer Auffassung dagegen aus *μέλιτι̯α, z.B. Lohmann Genus und Sexus (Erg. -h. 10 zu KZ) 82 unter Berufung auf arm. meɫu Biene von meɫr Honig (ebenso Schwyzer 320 u. sonst). Davon mehrere Kompp. und Ableitungen, z.B. μελισσουργός (-ττ-) Imker (Pl., Arist. usw.) mit -έω, -ία, -εῖον, μελισσεύς ib. (Arist., Pap.; Boßhardt 61), auch (mit anderem Ursprung) als PN (Boßhardt 123f.); μελίσσιον Bienenstock (Pap. IIIa; Georgacas Glotta 36, 170), -ία ib. (Gp.; Scheller Oxytonierung 45), -ών ib. (LXX u. a.) u. a. m. — Zu βλίττω s. bes.
Etymology: Altes Erbwort für Honig, mit heth. milit ( = melit) n. unmittelbar identisch; dazu mit thematischer Erweiterung got. miliþ und alb. mjaltë (idg. *meli-t-o-m). Auch kelt., z.B. air. mil, und lat. mel können auf *meli-t zurückgeführt werden; das -t war wohl ursprünglich nur im Nom.-Akk. zu Hause. (Unklar lat. Gen. mellis: aus *mel-n-és?; vgl. zu μείλιχος). Arm. meɫr, Gen. meɫu ist, vermutlich nach dem synonymen *médhu (= μέθυ, s. d.), in die u-Stämme übergetreten. Aus unbekannter Quelle stammt μελίτιον· πόμα τι Σκυθικὸν μέλιτος ἑψομένου σὺν ὕδατι καὶ πόα, τινί H. — Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 2, 296, Pok. 723f., W.-Hofmann s. mel; dazu (über die Verbreitung) Porzig Gliederung 202 f.
Page 2,200-201

Chinese

原文音譯:mšli 姆利
詞類次數:名詞(4)
原文字根:蜂蜜 相當於: (דְּבַשׁ‎)
字義溯源:蜂蜜*,蜜。同源字:1(μέλι)蜂蜜 2) (μελισσεῖον / μελισσῖον / μελίσσιος)蜂房
出現次數:總共(4);太(1);可(1);啓(2)
譯字彙編
1) 蜜(4) 太3:4; 可1:6; 啓10:9; 啓10:10

Translations

Abkhaz: ацха; Adyghe: шъоу, суэу; Afrikaans: heuning; Akkadian: 𒋭; Albanian: mjaltë; Amharic: ማር; Arabic: عَسَل‎, شَهْد‎; Egyptian Arabic: عسل‎; Gulf Arabic: عَسَل‎; Moroccan Arabic: عْسل‎‎‎; Aragonese: miel; Aramaic Classical Syriac: ܕܒܫܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: דּוּבְשָׁא‎; Armenian: մեղր; Old Armenian: մեղր; Aromanian: njari, njare; Assamese: মৌ, মৌজোল; Asturian: miel; Aymara: misk'i; Azerbaijani: bal; Baluchi: شہد‎, بینگ‎; Bashkir: бал; Basque: ezti; Belarusian: мёд; Bengali: মধু; Berber Tashelhit: tammnt; Breton: mel; Bulgarian: мед; Burmese: ပျားရည်; Buryat: бал, зүгын бал; Catalan: mel; Cebuano: dugos; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵎⵎⵏⵜ; Chamicuro: mishki; Chechen: моз; Cherokee: ᏩᏚᎵᏏ; Cheyenne: háhnomápano'ėhasēō'o; Chichewa: uchi; Chinese Cantonese: 蜜糖; Dungan: фынми; Hakka: 蜂糖; Mandarin: 蜂蜜, 蜜, 蜂糖; Min Dong: 蜂蜜; Min Nan: 蜂蜜, 蜜; Wu: 蜂蜜; Chuvash: пыл; Cornish: mel; Corsican: mele; Crimean Tatar: bal; Czech: med; Dalmatian: mil; Danish: honning; Dargwa: варъа; Darkinjung: kûdyung; Daur: kyor; Dhivehi: މާމުއި‎; Dupaningan Agta: habu; Dutch: honing; Dzongkha: སྦྱང, སྦྲང་རྩི; Erzya: медь, поназ; Esperanto: mielo; Estonian: mesi; Evenki: мё̄д; Ewe: anyĩtsi; Faroese: hunangur, hunang; Finnish: hunaja; French: miel; Frisian North Frisian: honning; Saterland Frisian: Huunich; West Frisian: huning; Friulian: mîl; Fula Adlam: 𞤲𞥋𞤶𞤵𞥅𞤥𞤪𞤭‎; Latin: njuumri; Galician: mel; Gamilaraay: warrul; Georgian: თაფლი; German: Honig; Gothic: 𐌼𐌹𐌻𐌹𐌸; Greek: μέλι; Ancient Greek: μέλῐ; Guaraní: eirete; Gujarati: મધુ; Haitian Creole: siwo myèl; Hawaiian: meli; Hebrew: דְּבַשׁ‎; Higaonon: duga; Hiligaynon: dugos; Hindi: मधु, शहद; Hungarian: méz; Icelandic: hunang; Ido: mielo; Inari Sami: mietâ; Indonesian: madu; Ingush: модз; Interlingua: melle; Inuktitut: missuuttagaq; Irish: mil; Old Irish: mil; Istro-Romanian: mľåre; Italian: miele; Japanese: 蜂蜜; Jarai: ia hơni; Jarawa: ləːw; Javanese: madu; Jingpho: lagat jahku; Kabardian: фо; Kalmyk: бал; Kamba: ũkĩ; Kannada: ಜೇನು; Kashubian: miód; Kazakh: бал; Khmer: ទឹកឃ្មុំ; Kikuyu: ũũkĩ 14; Komi-Permyak: ма; Korean: 꿀, 밀; Kurdish Central Kurdish: ھەنگوین‎; Northern Kurdish: hingivîn, hingiv; Kyrgyz: бал; Ladin: mil; Ladino Hebrew: מייל‎; Latin: myel; Lao: ມະທຸ, ນ້ຳເຜີ້ງ; Latgalian: mads; Latin: mel; Latvian: medus; Lezgi: виртӏ; Ligurian: amê; Limburgish: honing; Lithuanian: medus, medùs; Lombard: mel; Low German: Honnig; Luganda: bóí; Luxembourgish: Hunneg; Macedonian: мед; Malagasy: fandrama; Malay: madu, air lebah; Malayalam: തേൻ; Maltese: għasel; Manchu: ᡥᡳᠪᠰᡠ; Mansi: ма̄г; Manx: mill; Maranao: teneb; Marathi: मध; Mari Eastern Mari: мӱй; Western Mari: мӱ; Megleno-Romanian:'ari; Mingrelian: თოფური; Moksha: медь; Mon: ဍာ်သဲာ; Mongolian: бал, зөгийн бал; Nahuatl: neuctli, necti; Navajo: tsísʼná bitłʼizh; Neapolitan: mmiele; Nepali: मह; Newar: कस्ति; Ngazidja Comorian: ndjizi ya nyoshi; Norman: myi, mié, miel; Northern Sami: miehta; Norwegian Bokmål: honning; Nynorsk: honning; Occitan: mèl; Old Church Slavonic Cyrillic: медъ; Glagolitic: ⰿⰵⰴⱏ; Old English: huniġ; Old High German: honag; Old Norse: hunang; Old Prussian: meddo; Oriya: ମହୁ; Oromo: damma; Osage: hkilǫ́ɣemąį; Ossetian: муд, мыд; Pashto: ګبينه‎, شات‎, انګبين‎, شهد‎, عسل‎; Pennsylvania Persian: عسل‎, انگبین‎, انگوین‎, شهد‎; Plautdietsch: Honnich; Polish: miód inan; Portuguese: mel; Punjabi: ਸ਼ਹਿਦ; Quechua: misk'i; Romanian: miere; Romansch: mel, mel d'avieuls, mèl, mèl d'aviuls, meal, mêl, meil d'aviöls; Russian: мёд; Rusyn: мед; Rwanda-Rundi: ubuki 14; Sanskrit: मधु; Sardinian: mele; Scottish Gaelic: mil; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̑д; Roman: mȇd; Shor: пал; Sicilian: meli; Silesian: miód, mjodek; Sinhalese: පැණි, පැනි; Slovak: med; Slovene: med; Somali: malab; Sorbian Lower Sorbian: mjod; Upper Sorbian: měd; Spanish: miel; Svan: თუ; Swahili: uki 11, asali; Swedish: honung; Tagalog: pulut-pukyutan; Tajik: асал, шахд; Talysh: عسل‎; Tamil: தேன்; Tatar: бал; Tausug: tunub; Telugu: తేనె; Tetum: bani-been; Thai: น้ำผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་རྩི; Tigrinya: መዓር; Tocharian B: mit; Tupinambá: eíra, eireté; Turkish: bal; Turkmen: bal; Udmurt: му; Ugaritic: 𐎐𐎁𐎚; Ukrainian: мед, мід; Umbundu: owiki; Urdu: مدھو‎, شہد‎, عسل‎, انگبین‎; Uyghur: ھەسەل‎; Uzbek: asal; Venetian: miel; Veps: mezi; Vietnamese: mật ong; Vilamovian: hung; Volapük: miel; Voro: mesi; Votic: mesi; Walloon: låme; Welsh: mêl; West Flemish: zêem; Western Apache: gosnih; Westrobothnian: mjø; Xerénte: ke; Yakut: мүөт; Yiddish: האָניק‎; Yup'ik: paatakaarngalnguq; Zazaki: hıngımên