μαργαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μαργάω]].
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μαργάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαργαίνω:''' (только praes.) неистовствовать, бешено нападать, яростно устремляться (ἐπί τινι Hom., Democr. ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαργαίνω:''' ([[μάργος]]), μόνο στον ενεστ., [[μανιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μαργαίνω:''' ([[μάργος]]), μόνο στον ενεστ., [[μανιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαργαίνω:''' (только praes.) неистовствовать, бешено нападать, яростно устремляться (ἐπί τινι Hom., Democr. ap. Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαργαίνω]], only in pres.] [[μάργος]]<br />to [[rage]] [[furiously]], Il.
|mdlsjtxt=[[μαργαίνω]], only in pres.] [[μάργος]]<br />to [[rage]] [[furiously]], Il.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαργαίνω Medium diacritics: μαργαίνω Low diacritics: μαργαίνω Capitals: ΜΑΡΓΑΙΝΩ
Transliteration A: margaínō Transliteration B: margainō Transliteration C: margaino Beta Code: margai/nw

English (LSJ)

(μάργος) only in pres., rage furiously, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι Il.5.882; σύες ἐπὶ φορυτῷ μαργαίνουσιν are madly greedy after... Democr.147: abs., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆϊ Coluth.198.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
μαργάω.

Russian (Dvoretsky)

μαργαίνω: (только praes.) неистовствовать, бешено нападать, яростно устремляться (ἐπί τινι Hom., Democr. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μαργαίνω: (μάργος) ὡς τὸ μαργάω, μαίνομαι, μανιωδῶς φέρομαι, ἀκράτως ὁρμῶ, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι Ἰλ. Ε. 882· συσὶν ἐπὶ φορυτῷ μαργαινούσαις, μανιωδῶς λαιμάργοις διά..., Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 129Α· ἀπολ., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆι Κόλουθ. 195. Ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ.

English (Autenrieth)

(μάργος): rage madly or wildly, Il. 5.882†.

Greek Monolingual

μαργαίνω (Α) μάργος
(μόνον στον ενεστ.) μαίνομαι εναντίον κάποιου, συμπεριφέρομαι με μανία, ορμώ ασυγκράτητα («μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

μαργαίνω: (μάργος), μόνο στον ενεστ., μανιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μαργαίνω, only in pres.] μάργος
to rage furiously, Il.