μακιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> long et ennuyeux (discours);<br /><b>2</b> qui perce, qui blesse, gén..<br />'''Étymologie:''' 1) [[μακρός]] - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. [[μαστίκτωρ]], [[μαστίζω]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> long et ennuyeux (discours);<br /><b>2</b> qui perce, qui blesse, gén..<br />'''Étymologie:''' 1) [[μακρός]] - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. [[μαστίκτωρ]], [[μαστίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾱκιστήρ:''' ῆρος adj. [предполож. из *[[μαστικτήρ]] от [[μάστιξ]] пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας [[λόγος]] Aesch. душераздирающая речь.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾱκιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[μακροσκελής]] και [[ανιαρός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μᾱκιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[μακροσκελής]] και [[ανιαρός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾱκιστήρ:''' ῆρος adj. [предполож. из *[[μαστικτήρ]] от [[μάστιξ]] пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας [[λόγος]] Aesch. душераздирающая речь.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[long]] and [[tedious]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[long]] and [[tedious]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱκιστήρ Medium diacritics: μακιστήρ Low diacritics: μακιστήρ Capitals: ΜΑΚΙΣΤΗΡ
Transliteration A: makistḗr Transliteration B: makistēr Transliteration C: makistir Beta Code: makisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, long and tedious, μῦθος A.Pers.698 (troch.); μακιστῆρα καρδίας λόγον is corrupt in Id.Supp.466 (Sch. δηκτικόν, leg. μαστικτῆρα).

German (Pape)

[Seite 84] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 long et ennuyeux (discours);
2 qui perce, qui blesse, gén..
Étymologie: 1) μακρός - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. μαστίκτωρ, μαστίζω.

Russian (Dvoretsky)

μᾱκιστήρ: ῆρος adj. [предполож. из *μαστικτήρ от μάστιξ пронзающий, разрывающий: μ. καρδίας λόγος Aesch. душераздирающая речь.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱκιστήρ: ῆρος, ὁ, μακρός, σχοινοτενής, μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. μακεστήρ). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν).

Greek Monolingual

μακιστήρ, -ῆρος, ἡ (Α)
1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.)
2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μηκίζω < μῆκος + επίθημα -τήρ].

Greek Monotonic

μᾱκιστήρ: -ῆρος, ὁ, μακροσκελής και ανιαρός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

long and tedious, Aesch.