μελίσπονδα: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>s.e.</i> [[ἱερά]];<br />sacrifices où l'on fait des libations de miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[σπένδω]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>s.e.</i> [[ἱερά]];<br />sacrifices où l'on fait des libations de miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[σπένδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελίσπονδα:''' τά (sc. [[ἱερά]]) возлияние медом (μ. θύειν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελίσπονδα]], τὰ (Α)<br />χοές ή σπονδές από [[μέλι]] («ἀοίνους διαγαγεῖν, [[ὥσπερ]] νηφάλια καὶ [[μελίσπονδα]] θύοντα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου <i>μελίσπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]])].
|mltxt=[[μελίσπονδα]], τὰ (Α)<br />χοές ή σπονδές από [[μέλι]] («ἀοίνους διαγαγεῖν, [[ὥσπερ]] νηφάλια καὶ [[μελίσπονδα]] θύοντα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου <i>μελίσπονδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[σπονδή]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μελίσπονδα:''' τά (sc. [[ἱερά]]) возлияние медом (μ. θύειν Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίσπονδα Medium diacritics: μελίσπονδα Low diacritics: μελίσπονδα Capitals: ΜΕΛΙΣΠΟΝΔΑ
Transliteration A: melísponda Transliteration B: melisponda Transliteration C: melisponda Beta Code: meli/sponda

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά, drink offerings of honey, μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b, cf. Porph. Abst.2.20.

German (Pape)

[Seite 123] τά, sc. ἱερά, Spende, Trankopfer aus Honig, νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν, Plut. coh. ira E. u. Symp. 4, 6 E.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
s.e. ἱερά;
sacrifices où l'on fait des libations de miel.
Étymologie: μέλι, σπένδω.

Russian (Dvoretsky)

μελίσπονδα: τά (sc. ἱερά) возлияние медом (μ. θύειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίσπονδα: (ἐξυπ. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐκ μέλιτος, μελίσπονδα θύειν Πλούτ. 2. 464C, 672B· πρβλ. ἐλαιόσπονδα, οἰνόσπονδα.

Greek Monolingual

μελίσπονδα, τὰ (Α)
χοές ή σπονδές από μέλι («ἀοίνους διαγαγεῖν, ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελίσπονδος (< μέλι + σπονδή)].