μολύνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> μολυνῶ, <i>ao.</i> ἐμόλυνα, <i>pf.</i> μεμόλυγκα ; <i>pf. Pass.</i> μεμόλυμμαι <i>ou</i> μεμόλυσμαι;<br />salir, souiller, tacher, acc. ; <i>Pass.</i> être sali, se salir : <i>fig.</i> τινί, par le contact <i>ou</i> la fréquentation de qqn ; <i>particul.</i> souiller, polluer, acc. .<br />'''Étymologie:''' DELG on peut restituer *μόλος, cf. <i>skr.</i> mála « saleté, ordure » ; pê apparenté à [[μέλας]]. | |btext=<i>f.</i> μολυνῶ, <i>ao.</i> ἐμόλυνα, <i>pf.</i> μεμόλυγκα ; <i>pf. Pass.</i> μεμόλυμμαι <i>ou</i> μεμόλυσμαι;<br />salir, souiller, tacher, acc. ; <i>Pass.</i> être sali, se salir : <i>fig.</i> τινί, par le contact <i>ou</i> la fréquentation de qqn ; <i>particul.</i> souiller, polluer, acc. .<br />'''Étymologie:''' DELG on peut restituer *μόλος, cf. <i>skr.</i> mála « saleté, ordure » ; pê apparenté à [[μέλας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μολύνω:''' (ῡ) [[μέλας]] (pf. pass. μεμόλυμμαι и μεμόλυσμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[марать]], [[пачкать]] (ἐαυτὸν τῷ πηλῷ Arst.): ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι Plat. коснеть в невежестве;<br /><b class="num">2)</b> [[осквернять]] (τινά Arph. и τι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[недоваривать]] или [[недожаривать]] (τὰ μολυνόμενα δι᾽ ἀσθένειαν θερμότητος Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μολύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, Παθ., παρακ. <i>μεμόλυσμαι</i>, [[λεκιάζω]], [[αμαυρώνω]], [[κηλιδώνω]], [[ρυπαίνω]], σε Αριστοφ.· [[μολύνω]] τινά, τον [[μεταβάλλω]] σε [[κτήνος]], στον ίδ.· επίσης, [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]], [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] της, σε Θεόκρ. — Παθ., αμαυρώνομαι, [[γίνομαι]] [[ρυπαρός]], <i>ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι</i>, κυλιέμαι στην [[αμάθεια]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μολύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, Παθ., παρακ. <i>μεμόλυσμαι</i>, [[λεκιάζω]], [[αμαυρώνω]], [[κηλιδώνω]], [[ρυπαίνω]], σε Αριστοφ.· [[μολύνω]] τινά, τον [[μεταβάλλω]] σε [[κτήνος]], στον ίδ.· επίσης, [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]], [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] της, σε Θεόκρ. — Παθ., αμαυρώνομαι, [[γίνομαι]] [[ρυπαρός]], <i>ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι</i>, κυλιέμαι στην [[αμάθεια]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
fut. -A ῠνῶ LXX Ca.5.3: aor. ἐμόλῡνα ib.Ge.37.31: pf. μεμόλυγκα Choerob.in Theod.2.68:—Pass., fut. μολυνθήσομαι LXX Za.14.2: aor. 1 ἐμολύνθην ib.Si.22.13: pf. μεμόλυσμαι ib. 1 Es.8.83, Epict. Ench.33, J.AJ3.6.1, μεμόλυμμαι LXX Is.65.4, Choerob.in Theod.2.186:—stain, sully, defile, τὴν ὑπήνην Ar.Eq.1286; ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Arist.HA571b18, cf. Theoc.20.10; simply, sprinkle, ἀλεύρῳ Sotad. Com.1.24; make a beast of, τινας (of Circe) Ar. Pl.310; defile, debauch, παῖδα Theoc.5.87: metaph., χεῖρας ἁρπαγῇ J.Vit.47:—Pass., become vile, disgrace oneself, Isoc.5.81; μετὰ γυναικῶν Apoc.14.4; ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι wallow in ignorance, Pl.R.535e; ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Muson.Fr.18b p.101 H.; ἡ συνείδησις αὐτῶν μολύνεται 1 Ep.Cor.8.7. 2 stain, dye, χιτωνίσκον αἵματι J.AJ2.3.4:— Pass., ἔρια μεμολυσμένα ἄνθεσι ib.3.6.1. II v. μωλύω.
German (Pape)
[Seite 200] besudeln, beflecken; τὴν ὑπήνην, Ar. Equ. 1283, μολύνουσα τοὺς ἑταίρους, Plut. 310, beide Male im obscönen Sinne, ἑαυτοὺς πηλῷ, von Schweinen, Arist. H. A. 6, 18; τούτων ἀποκνίσας τὰ κρανία ἐμόλυν' ἀλεύρῳ, Sotad. b. Ath. VII, 293 d, mit Mehl bestreuen; übertr. sagt Plat. ἡ ψυχή, ἣ ἂν εὐχερῶς ὥςπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται, die sich in Unwissenheit, wie ein Schwein im Kothe wälzt, Rep. VII, 535 e; vgl. Isocr. 5, 81. – Uebh. beschimpfen, entehren, herabwürdigen, Sp., die auch das perf. pass. μεμόλυσμαι bilden, Epict. ench. 33, 6, Schol. Ap. Rh. 4, 681; vgl. Schäf. daselbst p. 236. S. auch μωλύω.
French (Bailly abrégé)
f. μολυνῶ, ao. ἐμόλυνα, pf. μεμόλυγκα ; pf. Pass. μεμόλυμμαι ou μεμόλυσμαι;
salir, souiller, tacher, acc. ; Pass. être sali, se salir : fig. τινί, par le contact ou la fréquentation de qqn ; particul. souiller, polluer, acc. .
Étymologie: DELG on peut restituer *μόλος, cf. skr. mála « saleté, ordure » ; pê apparenté à μέλας.
Russian (Dvoretsky)
μολύνω: (ῡ) μέλας (pf. pass. μεμόλυμμαι и μεμόλυσμαι)
1) марать, пачкать (ἐαυτὸν τῷ πηλῷ Arst.): ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι Plat. коснеть в невежестве;
2) осквернять (τινά Arph. и τι NT);
3) недоваривать или недожаривать (τὰ μολυνόμενα δι᾽ ἀσθένειαν θερμότητος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μολύνω: [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ: πρκμ. παθ. μεμόλυσμαι, καὶ παρὰ μεταγ. μεμόλυμμαι Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 276· (ἴδε μέλας). «Λερώνω», καὶ μ. τὴν ὑπήνην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1286 ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· - ἁπλῶς πάσσω, τὰ κρανία ἐμόλυν’ ἀλεύρῳ Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24· - μολύνουσαν, μεταβάλλουσαν εἰς κτήνη, Ἀριστοφ. Πλ. 310· ὡσαύτως ἀτιμάζω, διαφθείρω γυναῖκα, Θεόκρ. 5. 87. - Παθ., γίνομαι μιαρός, ἀχρεῖος, ἀτιμάζω ἐμαυτόν, Ἰσοκρ. 98C· ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθείᾳ μολύνομαι, κυλίομαι ἐν τῇ ἀμαθείᾳ ὡς χοῖρος ἐν βορβόρῳ, Πλάτ. Πολ. 535Ε· ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 47 κέρδει Συνέσ. 168D· πρβλ. μορύσσω. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος, «μισομαγειρεύω», «ψήνω» αὐτὸ μόνον κατὰ τὸ ἔξω μέρος, πάσχει... ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μολυνόμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 7, 4 (ἄνευ διαφ. γραφῆς)· ἀλλ’ ἐν Μετεωρ. 4. 3, 18 ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει, σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα τῶν ἑφθῶν, ἴδε ἐν λέξει μόλυνσις ΙΙ.
English (Strong)
probably from μέλας; to soil (figuratively): defile.
English (Thayer)
1st aorist active ἐμόλυνα; passive present μολύνομαι; 1st aorist ἐμολυνθην; from Aristophanes down; to pollute, stain, contaminate, defile; in the N. T. used only in symbolic and figurative discourse: οὐκ ἐμόλυναν τά ἱμάτια αὐτῶν, of those who have kept themselves pure from the defilement of sin, μετά γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν, who have not soiled themselves by fornication and adultery, ἡ συνείδησις μολύνεται, of a conscience reproached (defiled]]) by sin, inexplebili quodam laedendi proposito conscientiam polluebat, Ammianus Marcellinus 15,2; opposed to καθαρά συνείδησις, μολύνειν τήν ψυχήν, μιαίνω, 2). (Synonym: see μιαίνω, at the end.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μολύνω)
1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.)
2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ)
3. (για ιερά αντικείμενα) βεβηλώνω, μαγαρίζω, μιαίνω
νεοελλ.
μεταδίδω ή εναποθέτω παθογόνα μικρόβια σε ζωντανό οργανισμό
μσν.
1. (ως συνέπεια ερωτικής επαφής) μιαίνω
2. (για την ψυχή) αμαρτάνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεμολυσμένος, -η, -ον
αμαρτωλός
μσν.-αρχ.
διαφθείρω, ντροπιάζω, ατιμάζω («τὸν ἄνηβον ἐν ἄνθεσι παῑδα μολύνε», Θεόκρ.)
αρχ.
1. πασπαλίζω
2. μεταβάλλω σε κτήνη («Κίρκην... μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους» Αριστοφ.)
3. κηλιδώνω με χρωστική ύλη («ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν, καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι», ΠΔ)
4. (για κακό ύφος λόγου) ενοχλώ, δυσαρεστώ («ἡμᾶς μολύνων οὐδέν τι ἀναπαύεται ὁ Μένανδρος», Φρύνιχ.)
5. μωλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μολύνω πιθ. < μαλύνω, που εμφανίζει την μηδενισμένη βαθμίδα ml- της ΙΕ ρίζας mel- «ονομασίες χρωμάτων με σκούρους, θαμπούς τόνους -βρόμα- λερώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mala, malavant- «ρυπαρός», λιθουαν. mulve «βόρβορος, λάσπη» και ελλ. μέλας, μίλτος, μώλωψ). Η λ. μολύνω εμφανίζει επίθημα -ύνω (πρβλ. αισχ-ύνω) και συνδέεται με το Μολόεις (ονομ. βοιωτικού ποταμού), που προήλθε πιθ., όπως και το μολύνω, από μόλος, οπότε η σημ. του ποταμού θα ήταν «ο ρυπαρός».
ΠΑΡ. μόλυνση, μόλυσμα
αρχ.
μολυρόν
αρχ.-μσν.
μολυσμός
μσν.
μολυντός
νεοελλ.
μολυντήρι, μολυντικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) καταμολύνω
αρχ.
αναμολύνω, διαμολύνω, εκμολύνω, εμμολύνω, επιμολύνω, παραμολύνω, παρεπιμολύνω, συμμολύνω.
Greek Monotonic
μολύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, Παθ., παρακ. μεμόλυσμαι, λεκιάζω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, ρυπαίνω, σε Αριστοφ.· μολύνω τινά, τον μεταβάλλω σε κτήνος, στον ίδ.· επίσης, διαφθείρω γυναίκα, προσβάλλω την τιμή της, σε Θεόκρ. — Παθ., αμαυρώνομαι, γίνομαι ρυπαρός, ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι, κυλιέμαι στην αμάθεια, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: defile, stain, sully.
Other forms: mostly presentstem (Att.), μολυνῶ, μολῦναι, -υνθῆναι etc. (hell.).
Compounds: Also with prefix, e.g. ἀνα-, συν-.
Derivatives: μόλ-υνσις, -υσμός defilement, staining (LXX, Str.), -υσμα stain (late). -υμμα id. (gloss.); μολυνίη ἡ πυγή H. (cf. Scheller Oxytonierung 40), μόλυχνον δυσταλέον (leg. αὑσταλέον?) H. -- Here also Μολόεις Boeot. rivern. ("the filthy", Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 232f.) from *μόλος (s.b.)?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Denominative in -ύνω from an unknown basis. After J. Schmidt KZ 32, 384 to Lith. mul̃vė mud, mire, mul̃vinti cover with mire; to geta greement also in the stemvowel, he assumes an original *μαλύνω (αλ = Lit. ul from IE *l̥). A comparison *μαλύνω: mul̃vinti with -υν- = -vin- from IE -u̯n̥- (thus Fraenkel Gnomon 22, 237) is impossible, as mul̃vinti is a Lith. factitive of mul̃vė. Of the many other words for dark, impure colours, for dirt, defile, which have been assembled in WP. 2, 293f. and Pok. 720 f. under *mel(ǝ)-, here only Skt. mála- m. n. dirt, muck is of interest, from which malavant- dirty, formally = Μολόεις; on an agreeing *μόλος, -ον dirty μολ-ύνω (cf. αἰσχύ-νω, σκληρ-ύνω etc.) and Μολόεις could have been built. -- Cf. μέλας and μώλωψ; cf Mayrhofer KEWA s. málam. - Fur. 227 compares φολύνει μολύνει H., which might point to a Pre-Greek word.
Middle Liddell
to stain, sully, defile, Ar.; μ. τινά to make a beast of him, Ar.; also to defile a woman, Theocr.:—Pass. to become vile, ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι to wallow in ignorance, Plat.
Frisk Etymology German
μολύνω: {molúnō}
Forms: meist Präsensstamm (att. usw.), μολυνῶ, μολῦναι, -υνθῆναι usw. (hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: besudeln, beschmutzen, beflecken.
Composita: auch mit Präfix, z.B. ἀνα-, συν-
Derivative: Davon μόλυνσις, -υσμός Besudelung, Befleckung (LXX, Str. usw.), -υσμα Fleck (sp.). -υμμα ib. (Gloss.); μολυνίη· ἡ πυγή H. (vgl. Scheller Oxytonierung 40), μόλυχνον· δυσταλέον (leg. αὐσταλέον?) H. — Hierher noch Μολόεις böot. Flußn. ("der schmutzige", Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 232f.) von *μόλος (s.u.)?
Etymology: Denominativum auf -ύνω von einem unbekannten Grundwort. Nach J. Schmidt KZ 32, 384 zu lit. mul̃vė Schlamm, Sumpf, mul̃vinti mit Schlamm bedecken; um Übereinstimmung auch bzgl. des Stammvokals zu erzielen, nimmt er ein ursprüngliches *μαλύνω (αλ = lit. ul aus idg. l̥) an. Von einer Gleichung *μαλύνω: mul̃vinti mit -υν- = -vin- aus idg. -u̯n̥- (so Fraenkel Gnomon 22, 237) kann indessen keine Rede sein, da ja mul̃vinti eine lit. Faktitivbildung von mul̃vė ist. Von den zahlreichen anderen Wörtern für dunkle, unreine Farbentöne, für Schmutz, beschmutzen, die bei WP. 2, 293f. und Pok. 720 f. unter mel(ə)- zusammengebracht worden sind, interessiert hier nur noch aind. mála- m. n. Schmutz, Unrat, Sünde, wovon malavant- schmutzig, formal = Μολόεις; aus einem dazu stimmenden *μόλος, -ον Schmutz konnten μολύνω (vgl. αἰσχύνω, σκληρύνω usw.) und Μολόεις gebildet sein. — Vgl. μέλας und μώλωψ; dazu Mayrhofer Wb. s. málam.
Page 2,252
Chinese
原文音譯:molÚnw 摩呂挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:染污 相當於: (גָּאַל) (חָנֵף) (טָבַל)
字義溯源:污損*,玷污,染污,污穢;或源自(μέλας)=黑*)。參讀 (κοινόω)同義字
同源字:1) (μολύνω)污損 2) (μολυσμός)染污
出現次數:總共(3);林前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 受污穢(1) 啓14:4;
2) 曾污穢(1) 啓3:4;
3) 就污穢了(1) 林前8:7