μουσομανής: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />épris des Muses, passionné pour les arts, la poésie, la musique.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[μαίνομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />épris des Muses, passionné pour les arts, la poésie, la musique.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[μαίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μουσομᾰνής:''' [[одержимый музами]], [[увлеченный искусством]] ([[τέττιξ]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μουσομᾰνής:''' -ές, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στις Μούσες, σε Ανθ. | |lsmtext='''μουσομᾰνής:''' -ές, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στις Μούσες, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μουσο-μᾰνής, ές<br />[[devoted]] to the Muses, Anth. | |mdlsjtxt=μουσο-μᾰνής, ές<br />[[devoted]] to the Muses, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A devoted to melody, τέττιξ AP10.16 (Theaet.). 2 v. foreg.
German (Pape)
[Seite 211] ές, von den Musen verzückt, begeistert, die Musenkünste leidenschaftlich liebend; τέττιξ, Theaet. Schol. 2 (X, 16); vgl. Soph. frg. 747 bei Plut. non posse. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
épris des Muses, passionné pour les arts, la poésie, la musique.
Étymologie: μοῦσα, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
μουσομᾰνής: одержимый музами, увлеченный искусством (τέττιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσομᾰνής: -ές, ὁ περιπαθῶς ἀφωσιωμένος εἰς τὰς Μούσας, εἰς τὴν μουσικὴν ἢ εἰς τὰς καλὰς τέχνας, Σοφ. Ἀποσπ. 747· τέττιξ Ἀνθ. Π. 10. 16.
Greek Monolingual
μουσομανής, -ές (Α)
λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεο-μανής, νυμφο-μανής].
Greek Monotonic
μουσομᾰνής: -ές, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στις Μούσες, σε Ανθ.
Middle Liddell
μουσο-μᾰνής, ές
devoted to the Muses, Anth.