οἰμάω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. f.</i> οἰμήσω, <i>et ao. épq.</i> οἴμησα;<br />s'élancer avec impétuosité, fondre sur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶμος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. f.</i> οἰμήσω, <i>et ao. épq.</i> οἴμησα;<br />s'élancer avec impétuosité, fondre sur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶμος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰμάω:''' (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ [[αἰετός]] Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. | |lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt. | |mdlsjtxt=[[οἰμάω]],<br /><b class="num">1.</b> to [[swoop]] or [[pounce]] [[upon]] its [[prey]], of an [[eagle]], Hom.; [[κίρκος]] οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped [[after]] a [[dove]], Il.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[dart]] [[along]], Orac. ap. Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 3 October 2022
English (LSJ)
(οἴμη) only fut. and aor., A swoop or pounce upon, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311; κίρκος… οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib.140. 2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. f. οἰμήσω, et ao. épq. οἴμησα;
s'élancer avec impétuosité, fondre sur.
Étymologie: οἶμος.
Russian (Dvoretsky)
οἰμάω: (только fut. οἰμήσω и aor. οἴμησα) устремляться, бросаться, кидаться (ὥστ᾽ αἰετός Hom.; θύννοι οἰμήσουσι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰμάω: (οἴμη), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, κάμνω ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 κίρκος … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, τρέχω, σπεύδω, θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.
Greek Monolingual
οἰμάω (Α)
(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)
1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώ («κίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα].
Greek Monotonic
οἰμάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ οἴμησα·
1. ορμώ με αρπακτικότητα ή επιτίθεμαι, χιμάω στη λεία μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα περιστέρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., ρίχνομαι, εφορμώ, τρέχω, σπεύδω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Middle Liddell
οἰμάω,
1. to swoop or pounce upon its prey, of an eagle, Hom.; κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, Il.
2. absol. to dart along, Orac. ap. Hdt.