πορνικός: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
|btext=ή, όν :<br />de prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''πορνικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[развратный]], [[распутный]] ([[λόγος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[налагаемый на публичные дома]] ([[τέλος]] Aeschin.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορνικός:''' -ή, -όν ([[πόρνη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[πόρνη]], πορνικὸν [[τέλος]], [[φόρος]] που πληρώνουν όσοι εξασκούν [[πορνεία]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''πορνικός:''' -ή, -όν ([[πόρνη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[πόρνη]], πορνικὸν [[τέλος]], [[φόρος]] που πληρώνουν όσοι εξασκούν [[πορνεία]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''πορνικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[развратный]], [[распутный]] ([[λόγος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[налагаемый на публичные дома]] ([[τέλος]] Aeschin.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πορνικός]], ή, όν [[πόρνη]]<br />of or for harlots, π. [[τέλος]] the tax paid by [[brothel]]-keepers, Aeschin.
|mdlsjtxt=[[πορνικός]], ή, όν [[πόρνη]]<br />of or for harlots, π. [[τέλος]] the tax paid by [[brothel]]-keepers, Aeschin.
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνικός Medium diacritics: πορνικός Low diacritics: πορνικός Capitals: ΠΟΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: pornikós Transliteration B: pornikos Transliteration C: pornikos Beta Code: porniko/s

English (LSJ)

ή, όν, of harlots, for harlots, of prostitutes, for prostitutes, εἶδος LXX Pr.7.10, cf.AP12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; πορνικὸν τέλος = tax paid by brothel-keepers, prostitution tax, tax on prostitutes, Aeschin.1.119; οἱ πορνικοί = libertines, Cat.Cod.Astr.2.166.

German (Pape)

[Seite 684] hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prostituée.
Étymologie: πόρνη.

Russian (Dvoretsky)

πορνικός:
1) развратный, распутный (λόγος Anth.);
2) налагаемый на публичные дома (τέλος Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

πορνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. τέλος, ὁ φόρος ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. πορνοτελώνης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πορνικός, -ή, -όν, ΝΑ πόρνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη
2. ασελγής, λάγνος
αρχ.
1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο
2. φρ. «πορνικὸν τέλος» — ο φόρος που πλήρωναν αυτοί που είχαν πορνείο.

Greek Monotonic

πορνικός: -ή, -όν (πόρνη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην πόρνη, πορνικὸν τέλος, φόρος που πληρώνουν όσοι εξασκούν πορνεία, σε Αισχίν.

Middle Liddell

πορνικός, ή, όν πόρνη
of or for harlots, π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.