σκίαινα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />ombre, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />ombre, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκίαινα:''' ἡ [[скиена]] (род морской рыбы) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σκιαινίς]] και δ. αν. [[σκινίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας [[σκιαινίδες]] και [[λόγια]] [[ονομασία]] ψαριών που [[είναι]] γνωστά με τις κοινές ονομασίες [[μυλοκόπι]], κρανιός και [[καλιακούδα]] ή σικιός<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού («οἱ ἔχοντες λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, [[οἷον]] [[χρόμις]], [[λάβραξ]], [[σκίαινα]], φαγρός», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκόρπ</i>-<i>αινα</i>), λόγω του σκοτεινού χρώματος του ψαριού]. | |mltxt=η, ΝΑ, και [[σκιαινίς]] και δ. αν. [[σκινίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας [[σκιαινίδες]] και [[λόγια]] [[ονομασία]] ψαριών που [[είναι]] γνωστά με τις κοινές ονομασίες [[μυλοκόπι]], κρανιός και [[καλιακούδα]] ή σικιός<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού («οἱ ἔχοντες λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, [[οἷον]] [[χρόμις]], [[λάβραξ]], [[σκίαινα]], φαγρός», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκόρπ</i>-<i>αινα</i>), λόγω του σκοτεινού χρώματος του ψαριού]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, a sea-fish, prob. either Corvina nigra or Umbrina cirrosa, Arist.HA601b30.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, ein Meerfisch, lat. umbra, Ath. VII, 322 f.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ombre, poisson de mer.
Étymologie: σκιά.
Russian (Dvoretsky)
σκίαινα: ἡ скиена (род морской рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σκίαινα: ἡ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, Λατ. umbrina, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5, πρβλ. Ἀθήν. 322F· ― ὡσαύτως σκιᾰθίς, -ίδος, ἡ, Ἐπίχ. 28 Ahr.· καὶ παρὰ Γαληνῷ σκινίς, -ίδος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, -ίδος, Α
νεοελλ.
γένος περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού («οἱ ἔχοντες λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, οἷον χρόμις, λάβραξ, σκίαινα, φαγρός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -αινα (πρβλ. σκόρπ-αινα), λόγω του σκοτεινού χρώματος του ψαριού].