στειναύχην: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=χενος (ὁ, ἡ)<br />au col étroit.<br />'''Étymologie:''' [[στεινός]], [[αὐχήν]]. | |btext=χενος (ὁ, ἡ)<br />au col étroit.<br />'''Étymologie:''' [[στεινός]], [[αὐχήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στειναύχην:''' χενος adj. узкогорлый ([[λάγυνος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=στειν-αύχην, ενος,<br />[[narrow]]-necked, Anth. | |mdlsjtxt=στειν-αύχην, ενος,<br />[[narrow]]-necked, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, narrow-necked, Ion. for στεν-, λάγυνος AP 6.248 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 933] ενος, ion. = στεναύχην, enghalsig, von einer Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248).
French (Bailly abrégé)
χενος (ὁ, ἡ)
au col étroit.
Étymologie: στεινός, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
στειναύχην: χενος adj. узкогорлый (λάγυνος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν αὐχένα, λαιμόν, Ἰων. ἀντὶ στεν-, λάγυνος Ἀνθ. Π. 6. 248.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, Α
βλ. στεναύχην.
Greek Monotonic
στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για μπουκάλι, σε Ανθ.
Middle Liddell
στειν-αύχην, ενος,
narrow-necked, Anth.