συναγώνισμα: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] τό, was im Kampfe hilft od. fördert, [[πρός]] τι, Pol. 10, 43, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] τό, was im Kampfe hilft od. fördert, [[πρός]] τι, Pol. 10, 43, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγώνισμα:''' ατος τό помощь, содействие (πρός τι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[σύμπραξη]] σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]].
|mltxt=τὸ, Α [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[σύμπραξη]] σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγώνισμα:''' ατος τό помощь, содействие (πρός τι Polyb.).
}}
}}

Revision as of 15:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγώνισμα Medium diacritics: συναγώνισμα Low diacritics: συναγώνισμα Capitals: ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΑ
Transliteration A: synagṓnisma Transliteration B: synagōnisma Transliteration C: synagonisma Beta Code: sunagw/nisma

English (LSJ)

ατος, τό, succour in a contest: generally, succour, support, πρός τι Plb.10.43.2.

German (Pape)

[Seite 996] τό, was im Kampfe hilft od. fördert, πρός τι, Pol. 10, 43, 2.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγώνισμα: ατος τό помощь, содействие (πρός τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγώνισμα: τό, βοήθεια, σύμπραξις ἐν ἀγῶνι· βοήθεια, ὑποστήριξις, πρός τι Πολύβ. 10. 43, 2· ― οὕτω συναγωνισμός, ὁ, ἐκεῖνος μόνος γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν τῆς ἀληθείας, εἰς ὑποστήριξιν αὐτῆς, Ἰω. Μοναχ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 4, σ. 234. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 417-419.

Greek Monolingual

τὸ, Α συναγωνίζομαι
1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα
2. υποστήριξη.