σπειρηδόν: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en spirales;<br /><b>2</b> par compagnies <i>ou</i> manipules.<br />'''Étymologie:''' [[σπεῖρα]], -δον. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en spirales;<br /><b>2</b> par compagnies <i>ou</i> manipules.<br />'''Étymologie:''' [[σπεῖρα]], -δον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπειρηδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[извилисто]], [[спирально]] Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[по манипулам]] (τάσσειν Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σπειρηδόν:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά [[τριάντα]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''σπειρηδόν:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά [[τριάντα]], σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> in coils or spires, spirally, Anth.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II) of [[troops]], in maniples, Polyb. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> in coils or spires, spirally, Anth.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II) of [[troops]], in maniples, Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv. A in coils, Opp.H.1.516, Philum.Ven.22.2; in a ring, AP9.301 (Secund.); in zig-zag lines (= σπυριδόν, q.v.), γράφειν Sch.D.T. p.484 H. II (σπεῖρα ΙΙ) of troops, in maniples, manipulatim, Plb.5.4.9, LXX 2 Ma.5.2; ἡ σ. μάχη Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 918] adv., gewickelt; – σπειρηδὸν τάξας τοὺς πελταστάς, manipelweise, Pol. 5, 4, 9, vgl. 11, 11, 6; ἡ σπειρηδὸν μάχη, Strab. 3, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en spirales;
2 par compagnies ou manipules.
Étymologie: σπεῖρα, -δον.
Russian (Dvoretsky)
σπειρηδόν: adv.
1) извилисто, спирально Anth.;
2) по манипулам (τάσσειν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
σπειρηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 516, Ἀνθ. Π. 9. 301· σπ. γράφειν Α. Β. 1170. ΙΙ. (σπεῖρα ΙΙ) ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ σπείρας ἢ διλοχίας, manipulatim, Πολύβ. 5. 4, 9, κτλ.· ἡ σπ. μάχη Στράβ. 155.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σχηματίζοντας σπείρες, ελικοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
σπειρηδόν: επίρρ.·
I. ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.
II. (σπεῖρα II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά τριάντα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
I. in coils or spires, spirally, Anth.
II. (σπεῖρα II) of troops, in maniples, Polyb.