ταυροπάτωρ: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui a pour père un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πατήρ]]. | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui a pour père un taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πατήρ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταυροπάτωρ:''' ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταυροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ταυροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τᾰυρο-[[πάτωρ]], ορος, ὁ, ἡ, [[πατήρ]]<br />sprung from a [[bull]], of bees, Theocr. | |mdlsjtxt=τᾰυρο-[[πάτωρ]], ορος, ὁ, ἡ, [[πατήρ]]<br />sprung from a [[bull]], of bees, Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, sprung from a bull, of bees, Theoc. Syrinx 3.
German (Pape)
[Seite 1074] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui a pour père un taureau.
Étymologie: ταῦρος, πατήρ.
Russian (Dvoretsky)
ταυροπάτωρ: ορος (πᾰ) adj. порожденный быком Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροπάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.
Greek Monolingual
-ορος, ό, ἡ, Α
(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατροπάτωρ.
Greek Monotonic
ταυροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τᾰυρο-πάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, πατήρ
sprung from a bull, of bees, Theocr.