ταχύβουλος: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux résolutions précipitées, qui change promptement de résolution.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br />aux résolutions précipitées, qui change promptement de résolution.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[βουλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύβουλος:''' скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), γρήγορος στη [[γνώμη]], αυτός που αποφασίζει [[γρήγορα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰχύβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), γρήγορος στη [[γνώμη]], αυτός που αποφασίζει [[γρήγορα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύβουλος:''' скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰχύ-βουλος, ον, [[βουλή]]<br />[[hasty]] in [[counsel]], Ar.
|mdlsjtxt=τᾰχύ-βουλος, ον, [[βουλή]]<br />[[hasty]] in [[counsel]], Ar.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠβουλος Medium diacritics: ταχύβουλος Low diacritics: ταχύβουλος Capitals: ΤΑΧΥΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: tachýboulos Transliteration B: tachyboulos Transliteration C: tachyvoulos Beta Code: taxu/boulos

English (LSJ)

ον, hasty in counsel, opp. μετάβουλος, perhaps with allusion to the votes respecting Mytilene (Th.3.36), Ar.Ach.630; cf. Max.76.

German (Pape)

[Seite 1076] von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd, Ἀθηναῖοι, Ar. Ach. 605.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux résolutions précipitées, qui change promptement de résolution.
Étymologie: ταχύς, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύβουλος: скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ταχύβουλος: -ον, ὁ ταχέως βουλευόμενος ἢ ἀποφασίζων, ἀντίθετον τῷ μετάβουλος, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Μυτιλήνης ἀπόφασιν (Θουκ. 3. 36), Ἀριστοφ. Ἀχ. 630, πρβλ. Μάξιμ. π. καταρχ. 76.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος].

Greek Monotonic

τᾰχύβουλος: -ον (βουλή), γρήγορος στη γνώμη, αυτός που αποφασίζει γρήγορα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰχύ-βουλος, ον, βουλή
hasty in counsel, Ar.