τανύπεπλος: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la longue robe, à la robe flottante.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πέπλος]]. | |btext=ος, ον :<br />à la longue robe, à la robe flottante.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[πέπλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰνύπεπλος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[в длинной одежде]] ([[Ἑλένη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[широкий]] или [[пышный]] ([[πλακοῦς]] Batr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰνύπεπλος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ. | |lsmtext='''τᾰνύπεπλος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]]), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τᾰνύ-˘πεπλος, ον, [[τανύω]]<br />with [[flowing]] peplos, Hom. | |mdlsjtxt=τᾰνύ-˘πεπλος, ον, [[τανύω]]<br />with [[flowing]] peplos, Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον<, with flowing robe, freq. in Ep. as epithet of high-born ladies or goddesses, Ἑλένη Il.3.228, Od.4.305; Θέτις Il. 18.385; Ἡνιόχη, Εὐδώρη, Hes.Sc.83, Fr.180; Ἀλκμήνη IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.); Φερο εφόνη ib.12.817, cf. B.Scol.Oxy.2081 (e) (= 1361 Fr.5):—πλακοῦς τ., comically, Batr.36.
German (Pape)
[Seite 1067] mit od. in langem Oberkleide, Gewande; bei Hom. Beiwort vornehmer Frauen, wie ἑλκεσίπεπλος; Ἑλένη, Il. 3, 228 Od. 15, 171; Θέτις, Il. 18, 385, u. sonst, wie Hes.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la longue robe, à la robe flottante.
Étymologie: τανύω, πέπλος.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύπεπλος: (ῠ)
1) в длинной одежде (Ἑλένη Hom.);
2) широкий или пышный (πλακοῦς Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπεπλος: [ῠ], -ον, ἡ φοροῦσα πέπλον, μακρὰν ἐσθῆτα, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀείποτε ὡς ἐπίθετον εὐγενῶν δεσποινῶν, Ἑλένη Ἰλ. Γ. 228, Ὀδ. Δ. 305 Θέτις Ἰλ. Σ. 385· - κωμικῶς, οὐδὲ πλακοῦς τανύπεπλος, ἔχων πολὺ σησαμότυρον Βατραχομυομ. 36.
English (Autenrieth)
with trailing robes, long-robed.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία γυναικών της υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο
2. φρ. «πλακοῦς τανύπεπλος» — κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί-πεπλος].
Greek Monotonic
τᾰνύπεπλος: [ῠ], -ον (τανύω), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ.