τετράπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de quatre arpents.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πλέθρον]].
|btext=ος, ον :<br />de quatre arpents.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πλέθρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπλεθρος:''' [[размером в четыре плетра]] (τὸ [[ἐμβαδόν]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράπλεθρος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] πλέθρα, σε Πολύβ.
|lsmtext='''τετράπλεθρος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] πλέθρα, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράπλεθρος:''' [[размером в четыре плетра]] (τὸ [[ἐμβαδόν]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰ́πλεθρος, ον,<br />consisting of [[four]] plethra, Polyb.
|mdlsjtxt=τετρᾰ́πλεθρος, ον,<br />consisting of [[four]] plethra, Polyb.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλεθρος Medium diacritics: τετράπλεθρος Low diacritics: τετράπλεθρος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: tetráplethros Transliteration B: tetraplethros Transliteration C: tetraplethros Beta Code: tetra/pleqros

English (LSJ)

ον, consisting of four plethra, Plb.6.27.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.

Russian (Dvoretsky)

τετράπλεθρος: размером в четыре плетра (τὸ ἐμβαδόν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξά-πλεθρος)].

Greek Monotonic

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

τετρᾰ́πλεθρος, ον,
consisting of four plethra, Polyb.