τρεχέδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui court les dîners.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]], [[δεῖπνον]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui court les dîners.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]], [[δεῖπνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρεχέδειπνος:''' ὁ [[блюдолиз]], [[прихлебатель]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο [[παράσιτο]]) αυτός που τρέχει για [[δείπνο]] [[ακόμη]] κι όταν έχει [[ασχολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[αργά]] για [[δείπνο]] και επείγεται να προφθάσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρεχέδειπνα</i><br />[[ελαφρά]] [[εσθήτα]] ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεχ</i>- του [[τρέχω]] με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνος]] (<b>πρβλ.</b> [[φερέδειπνος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο [[παράσιτο]]) αυτός που τρέχει για [[δείπνο]] [[ακόμη]] κι όταν έχει [[ασχολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[αργά]] για [[δείπνο]] και επείγεται να προφθάσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρεχέδειπνα</i><br />[[ελαφρά]] [[εσθήτα]] ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεχ</i>- του [[τρέχω]] με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνος]] (<b>πρβλ.</b> [[φερέδειπνος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τρεχέδειπνος:''' ὁ [[блюдолиз]], [[прихлебатель]] Plut.
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεχέδειπνος Medium diacritics: τρεχέδειπνος Low diacritics: τρεχέδειπνος Capitals: ΤΡΕΧΕΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: trechédeipnos Transliteration B: trechedeipnos Transliteration C: trechedeipnos Beta Code: trexe/deipnos

English (LSJ)

ον, running to a banquet, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation coming late), Ath.1.4a, 6.242c; τρεχέδειπνα, τά, light robe or shoes worn by parasites, Juv.3.67.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court les dîners.
Étymologie: τρέχω, δεῖπνον.

Russian (Dvoretsky)

τρεχέδειπνος:блюдолиз, прихлебатель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρεχέδειπνος: -ον, ὁ τρέχων εἰς δεῖπνον καὶ ὅταν ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A (ὅστις τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία
2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα
ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- του τρέχω με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].