τρίχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois cordes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[χορδή]].
|btext=ος, ον :<br />à trois cordes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[χορδή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρίχορδος:''' (ῐ) трехструнный ([[λύρα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχορδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] χορδές<br /><b>2.</b> (τα ουδ. ως ουσ.) <i>το τρίχορδο</i><br />μουσικό όργανο με [[τρεις]] χορδές, η [[πανδούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>χορδος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχορδος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] χορδές<br /><b>2.</b> (τα ουδ. ως ουσ.) <i>το τρίχορδο</i><br />μουσικό όργανο με [[τρεις]] χορδές, η [[πανδούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>χορδος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τρίχορδος:''' (ῐ) трехструнный ([[λύρα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίχορδος Medium diacritics: τρίχορδος Low diacritics: τρίχορδος Capitals: ΤΡΙΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: tríchordos Transliteration B: trichordos Transliteration C: trichordos Beta Code: tri/xordos

English (LSJ)

[ῐ], ον, of three strings or with three strings, βάρβιτος Anaxil.15 (but Poll.4.60 gives τρίχορδον as the name of the instrument); τρίχορδα (sc. ποιήματα) Plu.2.1137b (ὀλιγόχορδα cj. Volkmann).

German (Pape)

[Seite 1150] dreisaitig, von, mit drei Saiten, βάρβιτος, Anaxil. bei Ath. IV, 183 b; τὸ τρίχορδον, ein mit drei Saiten bezogenes Tonwerkzeug, Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois cordes.
Étymologie: τρεῖς, χορδή.

Russian (Dvoretsky)

τρίχορδος: (ῐ) трехструнный (λύρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρίχορδος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς χορδάς, βαρβίτους τριχόρδους... ἐξηρτυόμαν Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 2 (ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ)· λύρα Πλούτ. 2. 1137Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχορδος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις χορδές
2. (τα ουδ. ως ουσ.) το τρίχορδο
μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η πανδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. τετρά-χορδος].