φιλοτέχνημα: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />œuvre d'art.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοτεχνέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />œuvre d'art.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοτεχνέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοτέχνημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[искусное сооружение]], [[западня]] Diod.;<br /><b class="num">2)</b> [[произведение искусства]] (φ. [[illud]], [[quod]] vidi in Parthenone Cic.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοτεχνῶ]]<br />[[έργο]] κατασκευασμένο με [[φιλοτεχνία]], [[καλλιτέχνημα]], [[κομψοτέχνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντεχνα στημένη [[παγίδα]]. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοτεχνῶ]]<br />[[έργο]] κατασκευασμένο με [[φιλοτεχνία]], [[καλλιτέχνημα]], [[κομψοτέχνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντεχνα στημένη [[παγίδα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.
German (Pape)
[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.
Russian (Dvoretsky)
φιλοτέχνημα: ατος τό
1) искусное сооружение, западня Diod.;
2) произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.