φιλόκοινος: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime la communauté, le partage.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κοινός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime la communauté, le partage.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κοινός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόκοινος:''' [[любящий общение или общество]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόκοινος:''' -ον, αυτός που αγαπά την κοινωνική [[αλληλεπίδραση]], σε Ανθ. | |lsmtext='''φῐλόκοινος:''' -ον, αυτός που αγαπά την κοινωνική [[αλληλεπίδραση]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλό-κοινος, ον,<br />[[fond]] of [[society]], Anth. | |mdlsjtxt=φῐλό-κοινος, ον,<br />[[fond]] of [[society]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A liking to share the common lot, AP9.546 (Antiphil.). II loving the common weal, τὸ φ. Sch. S.OT669.
German (Pape)
[Seite 1281] das Gemeine liebend, Antiphil. 44 (IX, 546).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la communauté, le partage.
Étymologie: φίλος, κοινός.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκοινος: любящий общение или общество Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκοινος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν κοινόν, τὴν κοινωνίαν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 546. ΙΙ. τὸ φιλόκοινον, ἡ πρὸ τὸ κοινὸν καλὸν ἀγάπη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 669.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκοινον
η αγάπη για τις κοινωνικές συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κοινός.
Greek Monotonic
φῐλόκοινος: -ον, αυτός που αγαπά την κοινωνική αλληλεπίδραση, σε Ανθ.