ἀγενεαλόγητος: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans généalogie connue, sans descendance connue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γενεαλογέω]]. | |btext=ος, ον :<br />sans généalogie connue, sans descendance connue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γενεαλογέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγενεᾱλόγητος:''' [[не имеющий родословной]], [[без роду и племени]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγενεᾱλόγητος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[γενεαλογία]], αυτός του οποίου η χρονολογική [[σειρά]] της γενεαλογίας αγνοείται, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀγενεᾱλόγητος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[γενεαλογία]], αυτός του οποίου η χρονολογική [[σειρά]] της γενεαλογίας αγνοείται, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, of unrecorded descent, Ep.Heb.7.3.
Spanish (DGE)
-ον
sin antepasados conocidos de Melquisedec ἀπάτωρ, ἀμήτωρ Ep.Hebr.7.3, de Cristo ἀ. ὢν κατὰ τὴν θεότητα Origenes in Luc.28 (p.172), cf. Rom.Mel.1.ιʹ.4.
German (Pape)
[Seite 12] ohne Geschlechtsregister, N. T. neben ἀπάτωρ, ἀμάτωρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans généalogie connue, sans descendance connue.
Étymologie: ἀ, γενεαλογέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγενεᾱλόγητος: не имеющий родословной, без роду и племени NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγενεᾱλόγητος: -ον, ὁ ἄνευ γενεαλογίας, οὗ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας ἀγνοεῖται, πρβλ. ἀπάτωρ, ἀμήτωρ. Πρὸς Ἑβρ. ζϳ. 3.
English (Abbott-Smith)
ἀγενεαλόγητος, -ον (< γενεαλογέω),
without genealogy, i.e. without recorded pedigree (cf. Ne 7:64): He 7:3 (Cremer, 152; MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as negative particle) and γενεαλογέω; unregistered as to birth: without descent.
English (Thayer)
ὁ (γενεαλογέω), of whose descent there is no account (in the O. T.) (R. V. without genealogy): μή γενεαλογούμενος). Nowhere found in secular authors.
Greek Monotonic
ἀγενεᾱλόγητος: -ον, αυτός που δεν έχει γενεαλογία, αυτός του οποίου η χρονολογική σειρά της γενεαλογίας αγνοείται, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
of unrecorded descent, NTest.
Chinese
原文音譯:¢genealÒghtoj 阿-給尼阿-羅給拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-成為-放置(說了)
字義溯源:無記載的,無家譜記錄的,無族譜;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(γενεαλογέω)=清點族譜)組成;而 (γενεαλογέω)又由(γενεά)=族系)與(λόγος)=話)組成,其中 (γενεά)出自(γένος)=親戚), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。這字只一次用在( 來7:3),指著麥基洗德,他是至高神的祭士( 創14:8),是無父,無母,無族譜記載的。祭士本是出自利支派,但主耶是源自猶大支派,所以主不是照亞倫的等次,乃是照麥基洗德的等次成為大祭司,獻上自己的血,一次而永遠的為人類贖罪,使我們可以靠著他進到神面前( 來7:19)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 無族譜(1) 來7:3