ἀδιάλειπτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non interrompu, incessant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διαλείπω]].
|btext=ος, ον :<br />non interrompu, incessant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διαλείπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδιάλειπτος:''' [[непрерывный]], [[беспрестанный]] Plat., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιάλειπτος:''' -ον ([[διαλείπω]]), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πολύβ., Κ.Δ.
|lsmtext='''ἀδιάλειπτος:''' -ον ([[διαλείπω]]), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πολύβ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδιάλειπτος:''' [[непрерывный]], [[беспрестанный]] Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj