ἀγχίστροφος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que da la vuelta rápidamente]] ἰκτῖνος Thgn.1261.<br /><b class="num">2</b> [[cambiante]], [[que cambia rápidamente]] μεταβολή un cambio súbito</i> Th.2.53, Ael.<i>VH</i> 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.<i>Goth</i>.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.<i>Hom. in Eccl</i>.288.10.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ.<br /><b class="num">1</b> ret. [[facilidad para la transición]] de Homero, Longin.27.3.<br /><b class="num">2</b> fig. [[giro]], [[cambio]], [[vuelco de una situación]] τῆς μάχης Sch.Er.<i>Il</i>.11.318.<br /><b class="num">III</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. ἀγχίστροφα [[en sentido contrario]] ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.<br /><b class="num">2</b> -ως ret. [[de manera cambiante]] ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que da la vuelta rápidamente]] ἰκτῖνος Thgn.1261.<br /><b class="num">2</b> [[cambiante]], [[que cambia rápidamente]] μεταβολή un cambio súbito</i> Th.2.53, Ael.<i>VH</i> 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.<i>Goth</i>.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.<i>Hom. in Eccl</i>.288.10.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ.<br /><b class="num">1</b> ret. [[facilidad para la transición]] de Homero, Longin.27.3.<br /><b class="num">2</b> fig. [[giro]], [[cambio]], [[vuelco de una situación]] τῆς μάχης Sch.Er.<i>Il</i>.11.318.<br /><b class="num">III</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. ἀγχίστροφα [[en sentido contrario]] ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.<br /><b class="num">2</b> -ως ret. [[de manera cambiante]] ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχίστροφος:''' [[круто поворачивающий]], [[крутой]], [[внезапный]] ([[μεταβολή]] Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχίστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται [[πλησίον]], αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], λέγεται για [[γεράκι]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ξαφνικός]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνιδίως, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀγχίστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφεται [[πλησίον]], αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], λέγεται για [[γεράκι]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ξαφνικός]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., [[ξαφνικά]], αιφνιδίως, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στρέφω]]<br /><b class="num">1.</b> [[turning]] [[closely]], [[quick]]-wheeling, of a [[hawk]], Theogn.<br /><b class="num">2.</b> [[quick]]-changing, [[sudden]], Thuc.; neut. pl. as adv. [[suddenly]], Hdt. | |mdlsjtxt=[[στρέφω]]<br /><b class="num">1.</b> [[turning]] [[closely]], [[quick]]-wheeling, of a [[hawk]], Theogn.<br /><b class="num">2.</b> [[quick]]-changing, [[sudden]], Thuc.; neut. pl. as adv. [[suddenly]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος Thgn. 1261. 2 quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Hdt.7.13; ἀ. μεταβολή sudden change, Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀ. D.H.4.23:—Rhet., τὸ ἀ. rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀ. περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv. -φως Longin.22.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que da la vuelta rápidamente ἰκτῖνος Thgn.1261.
2 cambiante, que cambia rápidamente μεταβολή un cambio súbito Th.2.53, Ael.VH 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.Goth.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.Hom. in Eccl.288.10.
II subst. τὸ ἀ.
1 ret. facilidad para la transición de Homero, Longin.27.3.
2 fig. giro, cambio, vuelco de una situación τῆς μάχης Sch.Er.Il.11.318.
III adv.
1 neutr. plu. ἀγχίστροφα en sentido contrario ἀ. βουλεύομαι Hdt.7.13.
2 -ως ret. de manera cambiante ἀ. ἀντισπώμενοι Longin.22.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίστροφος: круто поворачивающий, крутой, внезапный (μεταβολή Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχίστροφος: -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, ταχέως, ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, ἰκτῖνος, Θέογν. 1261. 2) ὁ ταχέως μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, μεταβάλλω αἴφνης τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. μεταβολή, αἰφνίδιος μεταβολή, Θουκ. 2. 53: ― συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.
Greek Monotonic
ἀγχίστροφος: -ον (στρέφω),
1. αυτός που στρέφεται πλησίον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, λέγεται για γεράκι, σε Θέογν.
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ξαφνικός, αιφνίδιος, σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ξαφνικά, αιφνιδίως, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
στρέφω
1. turning closely, quick-wheeling, of a hawk, Theogn.
2. quick-changing, sudden, Thuc.; neut. pl. as adv. suddenly, Hdt.