ἀθάνατος: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>poét.</i> η, ον :<br /><b>1</b> immortel ; qui concerne les immortels;<br /><b>2</b> impérissable, éternel;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Ἀθάνατοι les Immortels, <i>corps perse de 10 000 h. d'élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d'avance</i> ; Ἀθάνατος [[ἀνήρ]] HDT un immortel, un garde du corps.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θανεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>poét.</i> η, ον :<br /><b>1</b> immortel ; qui concerne les immortels;<br /><b>2</b> impérissable, éternel;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Ἀθάνατοι les Immortels, <i>corps perse de 10 000 h. d'élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d'avance</i> ; Ἀθάνατος [[ἀνήρ]] HDT un immortel, un garde du corps.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θανεῖν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθάνᾰτος:''' и 3 (θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный (θεοί Hom., Hes.; [[αἰγίς]], [[κακόν]] Hom.; [[χάρις]] Her.; [[ἀρετή]] Soph.; [[φλόξ]] Arph.; [[σοφία]] Isocr.): ἀ. [[ἀνήρ]] Her. «[[бессмертный]]» (солдат из числа οἱ [[ἀθάνατοι]] 2). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθάνᾰτος:''' -ον, Επικ. επίσης <i>-η</i>, <i>-ον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μη [[θνητός]], [[αθάνατος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάνατοι</i>, <i>οἱ</i>, οι αθάνατοι θεοί, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάναται ἅλιαι</i>, δηλ. οι θαλασσινές θεότητες, σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την αθάνατη, αιώνια [[φήμη]], σε Τυρτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, [[αιώνιος]], [[παντοτινός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀθάνατος]] [[θρίξ]], [[τρίχα]] απ' την οποία εξαρτάται, κρέμεται η [[ζωή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ἀθάνατοι</i>, οι «αθάνατοι», [[σώμα]] Περσικού στρατού στο οποίο [[κάθε]] [[κενό]] καλυπτόταν [[αμέσως]] από άλλον στρατιώτη ορισμένο εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>ἀθανάτως εὕδειν</i>, σε Ανθ. (το <i>ᾱθ-</i> πάντα στο επίθ. και σε όλα τα παράγωγα, βλ. Α, α). | |lsmtext='''ἀθάνᾰτος:''' -ον, Επικ. επίσης <i>-η</i>, <i>-ον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μη [[θνητός]], [[αθάνατος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάνατοι</i>, <i>οἱ</i>, οι αθάνατοι θεοί, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀθάναται ἅλιαι</i>, δηλ. οι θαλασσινές θεότητες, σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για την αθάνατη, αιώνια [[φήμη]], σε Τυρτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, [[αιώνιος]], [[παντοτινός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀθάνατος]] [[θρίξ]], [[τρίχα]] απ' την οποία εξαρτάται, κρέμεται η [[ζωή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> <i>οἱ ἀθάνατοι</i>, οι «αθάνατοι», [[σώμα]] Περσικού στρατού στο οποίο [[κάθε]] [[κενό]] καλυπτόταν [[αμέσως]] από άλλον στρατιώτη ορισμένο εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> επίρρ. <i>ἀθανάτως εὕδειν</i>, σε Ανθ. (το <i>ᾱθ-</i> πάντα στο επίθ. και σε όλα τα παράγωγα, βλ. Α, α). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, also η, ον (so regularly in sense1.1, poet. and Isoc.9.16):—
A undying, immortal, Hom., etc.; ἀθάνατον πρόσωπον, of Aphrodite, Sapph.1.14:— hence ἀθάνατοι, οἱ, the immortals, Hom., Pi.Pae.6.50, etc.; ἀθάναται ἅλιαι, i.e. the sea goddesses, Od.24.47: Comp. ἀθανατώτερος Pl.Phd. 99c.
2 of immortal fame, Tyrt.12.322.
II of things, etc., everlasting, perpetual, ἀθάνατον κακόν Od.12.118; χάρις Hdt.7.178; ἀρετή, ἀρχά, S.Ph.1420, OT905 (lyr.); κλέος, μνήμη, B.12.65, Lys.2.81; συκοφάντης Hyp.Lyc.2; ἀθάνατος ὁ θάνατος 'death that cannot die', Amph.8; of Nisus' purple locks, ἀθάνατος θρίξ on which life depended, A.Ch.619.
III οἱ ἀθάνατοι the immortals, a body of Persian troops in which vacancies were filled up by successors already appointed, Hdt.7.83,211; so ἀθάνατος ἀνήρ one whose successor in case of death is appointed (as we say, the king never dies), ib.31; of a standing army, D.C.52.27.
2 maintained at a constant figure, πρόβατα PSI4.377.5 (iii B. C.), PThead.30.6 (iii A. D.); αἶγες PStrassb.30.6 (iii A. D.); διὰ τὸ ἀθάνατον (sc. τὸ παιδίον) αὐτὴν ἐπιδεδέχθαι τροφεύειν BGU1106.25 (Aug.).
IV = Lychnis coronaria, rose campion, Bridget-in-her-bravery, λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
V Adv. ἀθανάτως, εὕδειν AP9.570 (Philod.). [ᾱθ- always in the Adj. and all derivs., v. sub ἀ- 1 fin.]
Spanish (DGE)
(ἀθάνᾰτος) -ον
• Alolema(s): lacon. ἀσάνατος Alcm.7.4
• Prosodia: [ᾱθᾰ-]
• Morfología: [tb. -ος, -η, -ον Isoc.9.16 y poét.; beoc. plu. dat. ἀθανάτυς Corinn.1.3.44]
I 1inmortal εἰ γὰρ ἐγὼν ὣς εἴην ἀθάνατος καὶ ἀγήρως Il.8.539, cf. 12.323, θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήρων Od.23.336, cf. h.Cer.242, ἀθάνατον εἶναι καὶ ζώειν ἤματα πάντα h.Ven.221, 240
•de los dioses gener. op. a los hombres ἐπεὶ οὔ ποτε φῦλον ὁμοῖον ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.442, μή τι σύ γ' ἀθανάτοισι θεοῖσ' ἀντικρὺ μάχεσθαι Il.5.130, cf. Od.24.64, h.Cer.11, Hes.Th.588, Ζεύς Il.2.741, 21.2, Ἀφρόδιτα Sapph.1.1, πρόγονοι Callin.1.13, τὸ ἄφθιτον ἐπὶ πράγματος, τὸ ἀθάνατον ἐπὶ θεοῦ Sch.Er.Il.13.22 (ap.crít.), pero ἀθάνατον ἄφθιτόν τε ποιήσω θεόν E.Andr.1256
•subst. gener. en plu. οἱ ἀθάνατοι los inmortales, los dioses, Il.5.407, Od.5.213, Hes.Th.491, Musae.53, ἀ. ἅλιαι divinidades marinas, Od.24.47, ἀθάνατοι μάκαρες Alc.129.4, en sg., de Dioniso, Hes.Th.942
•lit. crist. ὁ ἀ. el eterno de Cristo Ep.Diog.9.2, de Dios MAMA 7.587 (Frigia Oriental)
•de pers. elevadas a la inmortalidad, de Ganímedes ἵν' ἀθανάτοισι μετείη Il.20.235, cf. Od.15.251, de Heracles ἐν ἀθανάτοισιν ἀνύσσας ναίει Hes.Th.954, οὐ δέ ποτε κλέος ἐσθλὸν ἀπόλλυται οὐδ' ὄνομ' αὐτοῦ, ἀλλ' ὑπὸ γῆς πὲρ ἐὼν γίγνεται ἀ. Tyrt.8.32, de difuntos IGBulg.2.796.4 (II/III d.C.), cf. 12.345 (Mesambria, imper.), en una carta de pésame οὐδεὶς ἐν ἀνθρώποις ἀθάνατος PPrincet.102.14 (IV d.C.)
•de animales divinos: los caballos de Aquiles Il.16.154, los de Hades h.Cer.18, 32, los de Posidón, Pi.Fr.52p.2, los perros de Alcínoo Od.7.94
•de partes del cuerpo de los dioses κράατος, χεῖρες, πόδες, ὦμοι Il.14.177, 16.704, h.Cer.232, h.Hom.28.15, ἧπαρ ἤσθιεν ἀθάνατον de Prometeo, Hes.Th.524, πρόσωπον Sapph.1.14, γλεφάροις Pi.I.8.45a
•de cosas divinas αἰγίς Il.2.447, ἀθάνατοι γὰρ τοῦ (Zeus) γε δόμοι καὶ κτήματ' ἔασιν Od.4.79
•de conceptos relat. a los dioses propio de los dioses, divino, sobrenatural χάρις Pi.Fr.94b.4, Hdt.7.178, ἀρετή (de Heracles), S.Ph.1420, neutr. plu. χρὴ ... οὐκ ἀθάνατα τὸν θνατὸν φρονεῖν debe el mortal no tener pensamientos que son propios de los dioses Epich.251, φρονεῖν ἀθάνατα καὶ θεῖα Pl.Ti.90c.
2 del elemento inmortal o divino en el hombre ὁ νοῦς τῶν κατθανόντων ζῇ μὲν οὔ, γνώμην δ' ἔχει ἀθάνατον εἰς ἀθάνατον αἰθέρ' ἐμπεσών E.Hel.1016, σῶμα μὲν ... αὖον ἐγένετο, τὸ δ' ἀθάνατον ἐξῆρε πρὸς τὸν ἀέρα parodiando a Platón mi cuerpo se quedó seco, pero lo inmortal se elevó hacia el aire Alex.163, ψυχὴ Pl.Phdr.245c, R.608d, cf. Thales A 1 p.68.4, Ep.Diog.6.8.
3 fil., de los elementos naturales ἀθάνατον ... καὶ ἀνώλεθρον (del ἄπειρον) Anaximand.B 3, ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι de la unidad substante a los contrarios, Heraclit.B 62, cf. Emp.B 35.14, del ἀήρ Diog.Apoll.B 7
•subst. τὸ ἀθάνατον ref. a ciertos elementos o a la divinidad de forma poco precisa τὸ γὰρ ἀεικίνητον ἀθάνατον Pl.Phdr.245c, τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον συνηρτημένον Arist.Cael.270b9.
4 gener. de abstr. eterno, imperecedero κλέος B.13.65, Μουσᾶν ἄγαλμα B.10.11, μνήμη Hdt.4.144, Lys.2.81, κακόν (de Escila) Od.12.118, πόθος Gorg.B 6, ἄλγος E.Hel.987, βίος Pi.P.3.61, πόνος Pi.Fr.52h.22, τιμαί Pi.I.2.28, Fr.121.3, ἁμέραι Pi.Fr.94a.14, ὅρος SEG 37.1036.5 (Calcedón II/III d.C.?)
•fig. καλλιόνων καὶ ἀθανατωτέρων παίδων κεκοινωνηκότες habiendo tenido en común hijos más hermosos y más imperecederos Pl.Smp.209c.
II 1cuyo número nunca se acaba, que se mantiene siempre en la misma cifra οἱ ἀθάνατοι καλεόμενοι «los inmortales» cuerpo de la guardia real persa cuyos miembros en caso de baja se sustituían automáticamente por otros previamente asignados, Hdt.7.83, cf. 31, 211, Hsch.
•de rebaños mantenidos siempre en la misma cifra πρόβατα PSI 377.6 (III a.C.), cf. PCair.Zen.328.126 (III a.C.), PStras.30.6 (III d.C.), tb. ref. a niños en contratos de amas de cría ἀποδῶσιν τὸν θρεπτὸν Ἐπαφρόδιτον ὑγιῆ καὶ ἀθάνατον PAmst.41.100, cf. BGU 1058.25 (ambos I a.C.).
2 de bienes no fungible, imperecedero ἀθάνατα κρε̄́ματα bienes raíces, propiedades inmuebles, ICr.4.76B.8 (Gortina V a.C.), cf. SEG 9.1.7 (Cirene IV a.C.)
•subst. ἔγκτησιν ... θνατῶν καὶ ἀθανάτων ICr.1.16.17.12 (Lato II a.C.), cf. 19.3.35 (Malla II a.C.).
III que hace inmortal Νῖσον ἀθανάτας τριχὸς νοσφίσασ' (Escila) a Niso privándole del cabello que le hacía inmortal A.Ch.619.
IV bot. ἀθάνατος otro n. de la λυχνὶς στεφανωματική = coronaria, Lychnis coronaria (L.) Desr., Ps.Dsc.3.100.
V adv. ἀθανάτως = eternamente εὕδειν ἀ. πουλὺν χρόνον AP 9.570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. η, ον :
1 immortel ; qui concerne les immortels;
2 impérissable, éternel;
3 οἱ Ἀθάνατοι les Immortels, corps perse de 10 000 h. d'élite, où chaque soldat, en cas de mort, était remplacé par un successeur désigné d'avance ; Ἀθάνατος ἀνήρ HDT un immortel, un garde du corps.
Étymologie: ἀ, θανεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀθάνᾰτος: и 3 (θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный (θεοί Hom., Hes.; αἰγίς, κακόν Hom.; χάρις Her.; ἀρετή Soph.; φλόξ Arph.; σοφία Isocr.): ἀ. ἀνήρ Her. «бессмертный» (солдат из числа οἱ ἀθάνατοι 2).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθάνᾰτος: -ον, καὶ η, ον (ὡς πάντοτε παρ’ Ὁμήρῳ, σπανίως παρὰ Τραγ., Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. 807). Ὁ μὴ θνήσκων, ἀθάνατος, τὸ ἐναντίον τοῦ θνητὸς καὶ βροτός, Ὅμ., Ἡσ., κτλ. Ἐντεῦθεν ἀθάνατοι, οἱ, = οἱ θεοί, Ὅμ. κτλ. ἀθάναται ἅλιαι, αἱ τῆς θαλάσσης θεαί, Ὀδ. Ω. 47: ― συγκρ. -ώτερος, Πλάτ. Φαίδων 99C. 2) περὶ ἀθανάτου, ἀτελευτήτου φήμης, Τυρταῖος 12. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων κτλ. Αἰώνιος, ἀθ. κακόν, Ὀδ. Μ. 118· χάρις, Ἡρόδ. 7. 178· ἀρετή, ἀρχή, Σοφ. Φ. 1420., Ο. Τ. 905· ἀθ. συκοφάντης, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 3· οὕτως, ἀθ. κλέος, μνήμη, δόξα, ὀργή, κτλ. ― ἀθ. ὁ θάνατος, = ὁ θάνατος εἶναι κατάστασις ἀτελεύτητος, ὡς τὸ τοῦ Τέννυσον «death that cannot die», θάνατος ὅστις δὲν δύναται ν’ ἀποθάνῃ, Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ», 1. 2) ἀθ. θρίξ, ἐκ τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἐξήρτητο, Αἰσχύλ. Χο. 620. ΙΙΙ. οἱ ἀθάνατοι, σῶμα Περσικοῦ στρατοῦ, ἐν ᾧ πᾶς ἀποθνήσκων ἀνεπληροῦτο δι’ ἄλλου ἐκ τῶν προτέρων διωρισμένου, Ἡρόδ. 7, 83, 211: οὕτως ἀθ. ἀνήρ, ἐκεῖνος οὗ ὁ διάδοχος εἶναι προσδιωρισμένος ἐν περιπτώσει θανάτου, (οὕτω λέγεται παρ’ Ἄγγλοις, the King never dies δηλ. ὁ βασιλεὺς οὔποτε ἀποθνήσκει), αὐτόθι 31. IV. ἐπίρρ., ἀθανάτως εὕδειν, Ἀνθ. Π. 9. 570. [ᾱ θ - ἀείποτε ἐν τῷ ἐπιθέτῳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε ἐν Α, α, ἐν τέλ.].
English (Slater)
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον) immortal καλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον (O. 6.57) μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε (P. 3.61) ἀθανάτα Θέτις (P. 3.100) Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) (P. 4.11) “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) (P. 9.63) ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν (I. 2.28) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (I. 4.40) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.46) ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. — ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος (Pae. 15.2) ]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ. . 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας (πρό)φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2. . τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., gods ἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν (O. 1.65) Ζεύς τε καὶ (v.l. ἀθανάτων) (O. 1.60) προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι (O. 7.55) τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων (O. 8.25) χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.41) ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.82) ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ (P. 12.4) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.58) Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς (N. 5.35) ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.5) ἀθανάτων βασιλεὺς (N. 10.16) τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος (I. 4.59) ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος (I. 7.39) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.59) ]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα. . . πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2.
English (Autenrieth)
(the ᾶ is a necessity of the dactylic rhythm): deathless, immortal; also as subst., opp. βροτοί, θνητοί, ἄνδρες; said of ‘imperishable’ possessions of the gods, Od. 4.79, Il. 2.447; ἆθάνατον κακόν (Charybdis), Od. 12.118.
Greek Monotonic
ἀθάνᾰτος: -ον, Επικ. επίσης -η, -ον·
I. 1. μη θνητός, αθάνατος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀθάνατοι, οἱ, οι αθάνατοι θεοί, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀθάναται ἅλιαι, δηλ. οι θαλασσινές θεότητες, σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για την αθάνατη, αιώνια φήμη, σε Τυρτ.
II. 1. επίσης, λέγεται για πράγματα, αιώνιος, παντοτινός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. ἀθάνατος θρίξ, τρίχα απ' την οποία εξαρτάται, κρέμεται η ζωή, σε Αισχύλ.
III. οἱ ἀθάνατοι, οι «αθάνατοι», σώμα Περσικού στρατού στο οποίο κάθε κενό καλυπτόταν αμέσως από άλλον στρατιώτη ορισμένο εκ των προτέρων, σε Ηρόδ.
IV. επίρρ. ἀθανάτως εὕδειν, σε Ανθ. (το ᾱθ- πάντα στο επίθ. και σε όλα τα παράγωγα, βλ. Α, α).
Middle Liddell
I. undying, immortal, Hom., etc.:— ἀθάνατοι, οἱ, the Immortals, Hom., etc.; ἀθάναται ἅλιαι, i. e. the sea goddesses, Od.: comp. -ώτερος, Plat.
2. of immortal fame, Tyrtae.
II. of things, everlasting, Od., Hdt., etc.
2. ἀθ. θρίξ the hair on which life depended, Aesch.
III. οἱ ἀθάνατοι the immortals, a body of Persian troops in which every vacancy was at once filled up, Hdt.
IV. adv., ἀθανάτως εὕδειν Anth. [ᾱθ- always in the adj. and all derivs., v. A α, fin.]
Chinese
原文音譯:q£natoj 他那拖士
詞類次數:名詞(119)
原文字根:死 相當於: (מָוֶת)
字義溯源:死亡,死,死地,死味,死罪,致死,該死,冒死;源自(θνῄσκω)*=死)。自從亞當,夏娃喫了那分別善惡樹上的果子,違抗神的命令而犯罪,死就臨到眾人( 創2:17; 羅5:12),因為罪的工價乃是死( 羅6:23)。犯罪的結果就是屬靈的死亡,於是就不能再與那是靈的神有交通,這就是亞當與夏娃被逐出園子,遠離神面所表明的;這乃是人類最大的悲哀。主耶穌勝過死亡,從死復活;這是人類最大的佳音。主耶穌說,我是復活和生命,那信我的人,必永遠不死( 約11:23,24另譯);第二次的死在那頭一次復活的人身上沒有權柄( 啓20:6)
出現次數:總共(120);太(7);可(6);路(7);約(8);徒(8);羅(22);林前(8);林後(9);腓(6);西(1);提後(1);來(10);雅(2);約壹(6);啓(19)
譯字彙編:
1) 死(81) 太4:16; 太15:4; 太16:28; 太20:18; 可7:10; 可10:33; 路1:79; 路2:26; 路22:33; 路23:22; 約8:51; 約11:4; 約11:13; 約12:33; 約18:32; 約21:19; 徒2:24; 徒13:28; 徒23:29; 徒26:31; 羅1:32; 羅5:10; 羅5:12; 羅5:12; 羅5:14; 羅5:17; 羅5:21; 羅6:4; 羅6:9; 羅6:16; 羅6:21; 羅6:23; 羅7:5; 羅7:13; 羅7:13; 羅7:24; 羅8:2; 羅8:6; 羅8:38; 林前3:22; 林前11:26; 林前15:21; 林前15:26; 林前15:54; 林前15:56; 林後1:9; 林後2:16; 林後2:16; 林後3:7; 林後4:11; 林後4:12; 林後7:10; 腓2:8; 腓2:8; 腓2:27; 腓2:30; 腓3:10; 西1:22; 提後1:10; 來2:9; 來2:9; 來2:14; 來2:14; 來5:7; 來7:23; 來9:15; 來11:5; 雅1:15; 雅5:20; 約壹3:14; 約壹3:14; 約壹5:16; 啓2:10; 啓2:11; 啓6:8; 啓9:6; 啓9:6; 啓12:11; 啓20:6; 啓20:14; 啓21:8;
2) 死亡(11) 約5:24; 羅7:10; 林後1:10; 腓1:20; 啓1:18; 啓2:23; 啓6:8; 啓18:8; 啓20:13; 啓20:14; 啓21:4;
3) 死的(10) 太26:66; 可14:64; 路23:15; 徒25:11; 徒25:25; 羅6:5; 約壹5:16; 約壹5:16; 約壹5:17; 啓13:3;
4) 死地(3) 太10:21; 可13:12; 徒22:4;
5) 死味(3) 可9:1; 路9:27; 約8:52;
6) 要死(2) 太26:38; 可14:34;
7) 死阿(2) 林前15:55; 林前15:55;
8) 致死(2) 啓13:3; 啓13:12;
9) 死亡的(1) 來2:15;
10) 死去(1) 來9:16;
11) 該死的(1) 徒28:18;
12) 死罪(1) 路24:20;
13) 死麼(1) 羅6:3;
14) 冒死(1) 林後11:23
Translations
Arabic: خَالِد; Armenian: անմահ, անմեռ, անմեռական; Asturian: inmortal; Azerbaijani: ölməz; Belarusian: бессмяротны; Bulgarian: безсмъ́ртен; Catalan: immortal; Chinese Mandarin: 不朽的; Czech: nesmrtelný; Danish: udødelig; Dutch: onsterfelijk, ondoodbaar; Esperanto: senmorta; Estonian: surematu; Finnish: kuolematon; French: immortel; Galician: inmortal; Georgian: უკვდავი; German: unsterblich; Greek: αθάνατος; Ancient Greek: ἀθάνατος, ἄμβροτος; Hindi: अमर; Hungarian: halhatatlan; Icelandic: ódauðlegur; Indonesian: kekal, abadi; Irish: neamhbhásmhar, buan, síoraí, bithbheo; Italian: immortale; Japanese: 不滅の, 死なない, 潰れない; Kazakh: өлімсіз, өлмес; Korean: 불사하다; Kumyk: оьлюмсюз; Kurdish Central Kurdish: نەمر; Northern Kurdish: nemir, hersax, herheyî; Kyrgyz: өлбөс, өлүмсүз; Latin: immortalis, aeternus; Macedonian: бесмртен; Manx: neuvarvaanagh, neuvaasoil; Maori: mutungakore; Middle English: undedly; Norwegian: udødelig; Occitan: immortal; Old English: undēadlīċ; Persian: نامیرا; Plautdietsch: onstoaflich; Polish: nieśmiertelny; Portuguese: imortal; Romanian: nemuritor, imortal; Russian: бессмертный; Sanskrit: अमृत; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐсмртан; Roman: bèsmrtan; Slovak: nesmrteľný; Slovene: nesmrten; Spanish: inmortal; Swedish: odödlig; Tocharian A: onkrac; Tocharian B: oṅkrotte; Turkish: ölümsüz; Ukrainian: безсмертний; Uzbek: oʻlmas; Vietnamese: bất tử