ἀμφοτερόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui soutient le pour et le contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφότερος]], [[γλῶσσα]].
|btext=ος, ον :<br />qui soutient le pour et le contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφότερος]], [[γλῶσσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφοτερόγλωσσος:''' двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против ([[Ζήνων]] ὁ [[Ἐλεάτης]] [[Timon]] ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφοτερόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο [[πράγμα]] (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
|mltxt=[[ἀμφοτερόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο [[πράγμα]] (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφοτερόγλωσσος:''' двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против ([[Ζήνων]] ὁ [[Ἐλεάτης]] [[Timon]] ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Medium diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Low diacritics: αμφοτερόγλωσσος Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: amphoteróglōssos Transliteration B: amphoteroglōssos Transliteration C: amfoteroglossos Beta Code: a)mfotero/glwssos

English (LSJ)

ον, speaking both ways, double-tongued, of Zeno the inventor of dialectic, Id.45, cf.Eust.1440.35.

Spanish (DGE)

-ον
fig. de doble lengua de Zenón c. alusión a su capacidad dialéctica, Timo 45, cf. Eust.1440.35.

German (Pape)

[Seite 146] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient le pour et le contre.
Étymologie: ἀμφότερος, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφοτερόγλωσσος: двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против (ΖήνωνἘλεάτης Timon ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτερόγλωσσος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, δίγλωσσος, περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.

Greek Monolingual

ἀμφοτερόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -γλωσσος < γλῶσσα.