ἀλυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />désavantageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λυσιτελής]].
|btext=ής, ές :<br />désavantageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λυσιτελής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλῡσῐτελής:''' [[бесполезный]], тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῡσῐτελής:''' -ές, [[ανωφελής]], [[ακερδής]], μη [[προσοδοφόρος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀλῡσῐτελής:''' -ές, [[ανωφελής]], [[ακερδής]], μη [[προσοδοφόρος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλῡσῐτελής:''' [[бесполезный]], тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡσῐτελής Medium diacritics: ἀλυσιτελής Low diacritics: αλυσιτελής Capitals: ΑΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: alysitelḗs Transliteration B: alysitelēs Transliteration C: alysitelis Beta Code: a)lusitelh/s

English (LSJ)

ές, A unprofitable, Pl.Cra.417d, X.Oec.14.5, Polystr.p.18 W.; of a person, ἀ. τῇ πόλει Bato 2.9: Sup. ἀλυσιτελέστατος Aeschin.1.105. Adv. ἀλυσιτελῶς X. Mem.1.7.2, Hierocl.in CA12p.447M., etc. II Medic., unfavourable, of symptoms, Hp.Prog.14.

Spanish (DGE)

(ἀλῡσῐτελής) -ές
I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπουδαῖαι πράξεις πολλάκις ἀλυσιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
c. dat., Bato 2.9.
2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciudad ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).
3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.
4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).
II adv. ἀλυσιτελῶς = sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀλυσιτελῶς ἔχειν D.61.3
desventajosamente ἀλυσιτελῶς μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων Prou.Bodl.176.

German (Pape)

[Seite 111] ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
désavantageux.
Étymologie: , λυσιτελής.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῡσῐτελής: бесполезный, тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῡσῐτελής: -ές, ἀνωφελής, Ἱππ. Προγν. 41, Πλάτ. Κρατ. 417D., Ξεν. Οἰκ. 14, 5, Βάτων ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9: - ὑπερθετ. -έστατος, Αἰσχίν. 15. 8. - Ἐπίρρ. -λῶς, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 2.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and the base of λυσιτελεῖ; gainless, i.e. (by implication) pernicious: unprofitable.

English (Thayer)

(ἄλφα) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος
αρχ.
(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λυσιτελής.
ΠΑΡ. αλυσιτέλεια].

Greek Monotonic

ἀλῡσῐτελής: -ές, ανωφελής, ακερδής, μη προσοδοφόρος, σε Ξεν.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.

Middle Liddell


unprofitable, Xen. adv. ἀλυσιτελῶς, Xen.

Chinese

原文音譯:¢lusitel»j 阿-呂西-帖累士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-釋放-完成的
字義溯源:無益的,無獲益的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(λυσιτελέω)=有利)組成;而 (λυσιτελέω)又由(λύσις)=解脫)與(τέλος)=界限)組成,其中 (λύσις)出自(λύω)*=解開),而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 無益(1) 來13:17

English (Woodhouse)

useless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)