ἀνακαίνωσις: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />renouvellement NT.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνακαινόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />renouvellement NT.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνακαινόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακαίνωσις:''' εως ἡ [[обновление]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακαίνωσις:''' -εως, ἡ, [[ανανέωση]], [[ανακαίνιση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνακαίνωσις:''' -εως, ἡ, [[ανανέωση]], [[ανακαίνιση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακαίνωσις:''' εως ἡ [[обновление]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαίνωσις Medium diacritics: ἀνακαίνωσις Low diacritics: ανακαίνωσις Capitals: ΑΝΑΚΑΙΝΩΣΙΣ
Transliteration A: anakaínōsis Transliteration B: anakainōsis Transliteration C: anakainosis Beta Code: a)nakai/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, = ἀνακαίνισις, Ep.Rom.12.2, Tit.3.5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
renovación μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινῶσει τοῦ νοός Ep.Rom.12.2, ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ ... ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου Ep.Tit.3.5, τῶν πνευμάτων ὑμῶν Herm.Vis.3.8.9, τοῦ παντός Origenes Cels.4.21, ref. al NT ἡ ... παράδοσις ... κατὰ τὴν ἀνακαίνωσιν τοῦ βιβλίου Clem.Al.Strom.6.15.131.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, die Erneuerung, N. T.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
renouvellement NT.
Étymologie: ἀνακαινόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαίνωσις: εως ἡ обновление NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιβ΄, 2, πρὸς Τίτ. γ΄, 5.

English (Strong)

from ἀνακαινόω; renovation: renewing.

English (Thayer)

(εως, ἡ, a renewal, renovation, complete change for the better (cf. ἀνακαινόω): τοῦ νως, object. genitive, πνεύματος ἁγίου, effected by the Holy Spirit, Etym. Magn., Suidas; (Hermas, vis. 3,8, 9 [ET]; other ecclesiastical writings); the simple καίνωσις is found only in Josephus, Antiquities 18,6, 10.) (Cf. Trench, § xviii.)

Greek Monotonic

ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ανανέωση, ανακαίνιση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from ἀνακαινόω
renewal, NTest.

Chinese

原文音譯:¢naka⋯nwsij 安那-開挪西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向上-新(著)
字義溯源:更新,變化;源自(ἀνακαινόω)=使更新);由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成。我們的得救,乃是重生的洗滌和聖靈的更新( 多3:5),而我們的心思要更新變化( 羅12:2),這是魂的更新
出現次數:總共(2);羅(1);多(1)
譯字彙編
1) 更新(2) 羅12:2; 多3:5