ἀναφράζομαι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. opt. sync. 3ᵉ sg.</i> [[ἀμφράσσαιτο]];<br />reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], φράζομαι.
|btext=<i>ao. opt. sync. 3ᵉ sg.</i> [[ἀμφράσσαιτο]];<br />reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], φράζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφράζομαι:''' поэт. [[ἀμφράζομαι]] узнавать, замечать (τι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφράζομαι:''' Επικ. αορ. αʹ <i>-εφρασσάμην</i> — Μέσ., έχω [[επίγνωση]] κάποιου πράγματος, [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀναφράζομαι:''' Επικ. αορ. αʹ <i>-εφρασσάμην</i> — Μέσ., έχω [[επίγνωση]] κάποιου πράγματος, [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφράζομαι:''' поэт. [[ἀμφράζομαι]] узнавать, замечать (τι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid. to be [[ware]] of a [[thing]], [[perceive]], Od.
|mdlsjtxt=<br />Mid. to be [[ware]] of a [[thing]], [[perceive]], Od.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 214] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο.

French (Bailly abrégé)

ao. opt. sync. 3ᵉ sg. ἀμφράσσαιτο;
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, φράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφράζομαι: поэт. ἀμφράζομαι узнавать, замечать (τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφράζομαι: μέσ., ἐπιγινώσκω, ἀναγνωρίζω, μὴ .. οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.

English (Autenrieth)

aor. opt. ἀμφράσσαιτο: remark again, recognize, Od. 19.391†.

Greek Monotonic

ἀναφράζομαι: Επικ. αορ. αʹ -εφρασσάμην — Μέσ., έχω επίγνωση κάποιου πράγματος, αντιλαμβάνομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


Mid. to be ware of a thing, perceive, Od.