ἀνεξίκακος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />résigné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]], [[κακόν]].
|btext=ος, ον :<br />résigné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]], [[κακόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξίκᾰκος:''' [[терпеливый]], [[выносливый]], [[смиренный]], [[незлобивый]] Luc., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεξίκᾰκος:''' -ον (ἀνέχομαι, [[κακόν]]), αυτός που ανθίσταται στο [[κακό]], [[υπομονετικός]], [[μακρόθυμος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
|lsmtext='''ἀνεξίκᾰκος:''' -ον (ἀνέχομαι, [[κακόν]]), αυτός που ανθίσταται στο [[κακό]], [[υπομονετικός]], [[μακρόθυμος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεξίκᾰκος:''' [[терпеливый]], [[выносливый]], [[смиренный]], [[незлобивый]] Luc., NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξῐκᾰκος Medium diacritics: ἀνεξίκακος Low diacritics: ανεξίκακος Capitals: ΑΝΕΞΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: anexíkakos Transliteration B: anexikakos Transliteration C: aneksikakos Beta Code: a)neci/kakos

English (LSJ)

ον, enduring pain or evil, Herod.Med. ap. Orib.5.30.7, Luc.Jud.Voc.9, Vett. Val.38.21, Gal.5.38, Them.Or.15.190a (Sup.), Aret.SA2.6 (Comp.); forbearing, long-suffering, 2 Ep.Ti.2.24. Adv. -κως Luc.Asin.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 paciente, resignado Herod.Med. en Orib.5.30.7, medic. en PTeb.272.19 (II d.C.), 2Ep.Ti.2.24, ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα Luc.Iud.Voc.9, cf. Vett.Val.38.21, Gal.5.38, Aret.SA 2.6.5, Poll.5.138, Them.Or.15.190a, Cat.Cod.Astr.8(2).156, Hsch.
de Dios, Procop.Gaz.M.87.2557A.
2 adv. -ως con resignación Luc.Asin.2.

German (Pape)

[Seite 223] langmüthig, Unrecht ertragend, N. T.; standhaft im Unglück, Luc. Iud. voc. 4. – Adv., Asin. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
résigné.
Étymologie: ἀνέχω, κακόν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξίκᾰκος: терпеливый, выносливый, смиренный, незлобивый Luc., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξίκᾰκος: -ον, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὑπομένων τὰ κακά, ὅτι ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα μαρτυρεῖτέ μοι καὶ αὐτοί Λουκ. Δίκη Φωνηεντ. 9, Θεμίστ. 271Β: ὁ ὑπομένων, μακρόθυμος, Ἐπιστ. π. Τιμοθ. Β΄, β΄, 24. - Ἐπίρρ. -κως Λουκ. Ὄνος 2.

English (Strong)

from ἀνέχομαι and κακός; enduring of ill, i.e. forbearing: patient.

English (Thayer)

ἀνεξίκακον (from the future of ἀνέχομαι, and κακόν; cf. classic ἀλεξίκακος, ἀμνησίκακος), patient of ills and wrongs, forbearing: Lucian, jud. voc. 9; (Justin Martyr, Apology 1,16 at the beginning; Pollux 5,138).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεξίκακος, -ον)
μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος.
αρχ.
καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι- (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός.
ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ].

Greek Monotonic

ἀνεξίκᾰκος: -ον (ἀνέχομαι, κακόν), αυτός που ανθίσταται στο κακό, υπομονετικός, μακρόθυμος, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.

Middle Liddell

[ἀνέχομαι, κακόν
enduring evil, forbearing, long-suffering, NTest., Luc.

Chinese

原文音譯:¢nex⋯kakoj 安-誒克西-卡可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向上-出去-邪惡(的)
字義溯源:忍受傷害,無憤恨的,忍耐;源自(ἀνέχομαι)=忍耐);由(ἀνά)*=上)與(ἔχω)*=持)及(κακός)*=卑劣的)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 存忍耐(1) 提後2:24