ἀνταποδοτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] vergeltend, Sp. – Bei Gramm. einen Gegensatz anzeigend, αντωνυμίαι ἀνταποδοτικαί, Pronomina correlativa, wie [[τοιοῦτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] vergeltend, Sp. – Bei Gramm. einen Gegensatz anzeigend, αντωνυμίαι ἀνταποδοτικαί, Pronomina correlativa, wie [[τοιοῦτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταποδοτικός:''' грам. соотносительный (ἀντωνυμίαι).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνταποδοτικός]], -ή, -όν)<br /><b>(Γραμμ.)</b> ανταποδοτικές αντωνυμίες<br />οι συσχετικές, αυτές που έχουν [[σειρά]] από αντίστοιχους τύπους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στην [[ανταπόδοση]] ή την χαρακτηρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμοιβαίος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνταποδοτικός]], -ή, -όν)<br /><b>(Γραμμ.)</b> ανταποδοτικές αντωνυμίες<br />οι συσχετικές, αυτές που έχουν [[σειρά]] από αντίστοιχους τύπους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στην [[ανταπόδοση]] ή την χαρακτηρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμοιβαίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταποδοτικός:''' грам. соотносительный (ἀντωνυμίαι).
}}
}}

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποδοτικός Medium diacritics: ἀνταποδοτικός Low diacritics: ανταποδοτικός Capitals: ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antapodotikós Transliteration B: antapodotikos Transliteration C: antapodotikos Beta Code: a)ntapodotiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = ἀμοιβαῖος, Sch.Opp.H.2.255. II Gramm., belonging to or marking ἀνταπόδοσις, Plb. Rh.p.107S.; of pronouns, correlative, A.D.Adv.158.24, Conj.237.9, al. Adv. -κῶς Sch.A.R.1.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I que se da a cambio de o en compensación ἀμυντικὴ καὶ ἀνταποδοτικὴ τῶν χειρόνων προαίρεσις Origenes Princ.3.1.16, cf. Sch.Opp.H.2.255
subst. τὸ τῆς δικαιοσύνης ἀνταποδοτικόν Cyr.H.Catech.18.4.
II gram.
1 provisto de correspondencia, con dos términos εἰσὶ δὲ τῶν παραβολῶν αἱ μὲν ἀνταποδοτικαί Plb.Rh.p.107.
2 correlativo de pronombres, A.D.Adu.158.24, Coni.237.9, D.T.636.12, 637.13.
III adv. -ῶς correlativamente Sch.A.R.1.5a.

German (Pape)

[Seite 244] vergeltend, Sp. – Bei Gramm. einen Gegensatz anzeigend, αντωνυμίαι ἀνταποδοτικαί, Pronomina correlativa, wie τοιοῦτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταποδοτικός: грам. соотносительный (ἀντωνυμίαι).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποδοτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμμ., ἀνήκων εἰς ἀνταπόδοσιν ἢ ἀποτελῶν ἀνταπόδοσιν˙ προσέτι αἱ συσχετικαὶ ἀντωνυμίαι ὀνομάζονται ἀνταποδοτικαί. - Ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνταποδοτικός, -ή, -όν)
(Γραμμ.) ανταποδοτικές αντωνυμίες
οι συσχετικές, αυτές που έχουν σειρά από αντίστοιχους τύπους
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στην ανταπόδοση ή την χαρακτηρίζει
αρχ.
ο αμοιβαίος.