ἀπατεών: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />trompeur, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />trompeur, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰτεών:''' ῶνος ὁ [[обманщик]], [[лжец]] Xen., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀπατεών]], ο, το αρχ. κ. ως επίθ., [[ἀπατεών]], ο, η)<br />αυτός που εξαπατά τους άλλους, [[δόλιος]] [[πανούργος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απάτη]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>εών</i>, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] του προσώπου, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] που φανερώνει η πρωτότυπη [[λέξη]] (πρβλ. [[λυμεών]], [[οργεών]])].
|mltxt=ο (AM [[ἀπατεών]], ο, το αρχ. κ. ως επίθ., [[ἀπατεών]], ο, η)<br />αυτός που εξαπατά τους άλλους, [[δόλιος]] [[πανούργος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απάτη]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>εών</i>, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] του προσώπου, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] που φανερώνει η πρωτότυπη [[λέξη]] (πρβλ. [[λυμεών]], [[οργεών]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰτεών:''' ῶνος ὁ [[обманщик]], [[лжец]] Xen., Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰτεών Medium diacritics: ἀπατεών Low diacritics: απατεών Capitals: ΑΠΑΤΕΩΝ
Transliteration A: apateṓn Transliteration B: apateōn Transliteration C: apateon Beta Code: a)patew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, cheat, rogue, Hp.Art.42, Democr.63, Pl.R.451a, X.Cyr.1.6.27, Epicur.Fr.236, etc.:—as Adj., ἀπατεὼν λόγος Max. Tyr.2.1.

Spanish (DGE)

-ῶνος, ὁ
1 subst. de pers. farsante, engañador, timador ἀπατεῶνος ἔργον Democr.B 63, cf. Hp.Art.42, Pl.R.451a, Hp.Mi.365e, X.Cyr.1.6.27, Mem.1.7.5, Epicur.Fr.[101] 18, Aesop.56.1, Plu.2.407c, Prou.Bodl.3
bribón, picaro Ael.VH 8.17
del diablo, Clem.Al.Prot.1.7.
2 adj. engañoso, falaz λόγος Max.Tyr.31.1, ἀ. διάβολος Anast.Ant.Trib.M.89.1389C.

German (Pape)

[Seite 282] ῶνος, ὁ, Betrüger, Verführer, Xen. Cyr. 1, 6, 27; περί τινος Plat. Rep. V, 451 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
trompeur, fourbe.
Étymologie: ἀπάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰτεών: ῶνος ὁ обманщик, лжец Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτεών: -ῶνος, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, δόλιος, πανοῦργος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Πλάτ. Πόλ. 451Α, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27: ― ἐντεῦθεν, ἀπ. λόγος Μάξ. Τύρ. 2.1.

Greek Monotonic

ἀπᾰτεών: -ῶνος, ὁ, αυτός που εξαπατά, πλάνος, πανούργος, δόλιος, αγύρτης, σε Πλάτ., Ξεν.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., ἀπατεών, ο, η)
αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος
αρχ.
ως επίθ. ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) -εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο έχει την ιδιότητα που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη (πρβλ. λυμεών, οργεών)].

Middle Liddell

ἀπάτη
a cheat, rogue, quack, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

deceiver, one who cheats

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)