ἀποκολυμβάω: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se sauver à la nage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κολυμβάω]].
|btext=-ῶ :<br />se sauver à la nage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κολυμβάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκολυμβάω:''' [[спасаться вплавь]] Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, σώζομαι κολυμπώντας, [[βγαίνω]] κολυμπώντας στην [[ξηρά]] [[μετά]] από [[ναυάγιο]] πλοίου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, σώζομαι κολυμπώντας, [[βγαίνω]] κολυμπώντας στην [[ξηρά]] [[μετά]] από [[ναυάγιο]] πλοίου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκολυμβάω:''' [[спасаться вплавь]] Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[dive]] and [[swim]] [[away]], Thuc.
|mdlsjtxt=to [[dive]] and [[swim]] [[away]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκολυμβάω Medium diacritics: ἀποκολυμβάω Low diacritics: αποκολυμβάω Capitals: ΑΠΟΚΟΛΥΜΒΑΩ
Transliteration A: apokolymbáō Transliteration B: apokolymbaō Transliteration C: apokolymvao Beta Code: a)pokolumba/w

English (LSJ)

dive and swim away, Th.4.25, D.C.49.1.

Spanish (DGE)

tirarse al agua, salvarse a nado en el mar μίαν ναῦν ... ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Th.4.25, εἰς τὰν θά[λασ] σαν IG 42.122.20 (Epidauro IV a.C.), εἰς τὸν ποταμόν UPZ 19.11 (II a.C.), φθειρομένων ... τῶν σκαφῶν ἀπεκολύμβησαν D.C.49.1.5.

German (Pape)

[Seite 308] durch Schwimmen entkommen, Thuc. 4, 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se sauver à la nage.
Étymologie: ἀπό, κολυμβάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκολυμβάω: спасаться вплавь Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκολυμβάω: σῴζομαι κολυμβῶν, ἐξέρχομαι εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1.

Greek Monotonic

ἀποκολυμβάω: μέλ. -ήσω, σώζομαι κολυμπώντας, βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά μετά από ναυάγιο πλοίου, σε Θουκ.

Middle Liddell

to dive and swim away, Thuc.