ἀπονέω: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />ôter un poids de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπονέομαι]] se décharger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νέω]]⁴.
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />ôter un poids de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀπονέομαι]] se décharger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νέω]]⁴.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονέω:''' снимать бремя, med. снимать с себя (στέρνων, sc. τι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, [[ξεφορτώνω]] — Μέσ., [[ρίχνω]] ένα [[βάρος]] από πάνω μου, <i>στέρνων ἀπονησαμένη</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπονέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, [[ξεφορτώνω]] — Μέσ., [[ρίχνω]] ένα [[βάρος]] από πάνω μου, <i>στέρνων ἀπονησαμένη</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονέω:''' снимать бремя, med. снимать с себя (στέρνων, sc. τι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[unload]]:— Mid. to [[throw]] off a [[load]] from, στέρνων ἀπονησαμένη Eur.
|mdlsjtxt=<br />to [[unload]]:— Mid. to [[throw]] off a [[load]] from, στέρνων ἀπονησαμένη Eur.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέω Medium diacritics: ἀπονέω Low diacritics: απονέω Capitals: ΑΠΟΝΕΩ
Transliteration A: aponéō Transliteration B: aponeō Transliteration C: aponeo Beta Code: a)pone/w

English (LSJ)

(A), A unload:—Med., throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη (expl. by ἀποσωρεύσασα in AB432, Hsch.) E.Ion875; ἀπενήσω· ἀπέβαλες AB421; ἀπὸ δ' εἵματα . . νηήσαντο A.R.1.364.
ἀπονέω (B), (ἄπονος) A to be without pain, Hsch. s.v. ἀωδυνεῖν.

Spanish (DGE)

no sufrir, estar sano Hsch.s.u. ἀωδυνεῖν.

German (Pape)

[Seite 316] = ἀπονήχομαι. (s. νέω), abhäufen, entlasten, Eur. Ion. 875 στέρνων ἀπονησαμένη (B. A. erkl. ἀποθεμένη), die Brust von der Bürde entladen.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
ôter un poids de;
Moy. ἀπονέομαι se décharger.
Étymologie: ἀπό, νέω⁴.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονέω: снимать бремя, med. снимать с себя (στέρνων, sc. τι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέω: (ἄπονος) εἶμαι ἄνευ πόνου, ὀδύνης, ὑγιαίνω, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀωδυνεῖν.
μέλλ. -νήσω «ξεφορτώνω»: ― Μέσ. ἀπορρίπτω βάρος ἀπ’ ἐμοῦ, στέρνων ἀπονησαμένη, «ἀποσωρεύσασα ἢ ἀποθεμένη» Α. Β. 432, 29, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει, Εὐρ. Ἴων 875 «ἀπενῄσω, ἀπέβαλες», Α. Β. 421, 16· ἀπὸ δ' εἵματα... νηήσαντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 364.

Greek Monolingual

ἀπονέω (Α)
1. ξεφορτώνω
2. (-ομαι) απορρίπτω βάρος από πάνω μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + νέω (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «συσσωρεύω, φορτώνω»].

Greek Monotonic

ἀπονέω: μέλ. -νήσω, ξεφορτώνω — Μέσ., ρίχνω ένα βάρος από πάνω μου, στέρνων ἀπονησαμένη, σε Ευρ.

Middle Liddell


to unload:— Mid. to throw off a load from, στέρνων ἀπονησαμένη Eur.