ἀποσκυδμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s'irriter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκυδμαίνω]].
|btext=s'irriter contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκυδμαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκυδμαίνω:''' [[сердиться]], [[гневаться]] (τινί Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκυδμαίνω]] και -σκύζω) [[σκυδμαίνω]]<br />[[είμαι]] υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκυδμαίνω]] και -σκύζω) [[σκυδμαίνω]]<br />[[είμαι]] υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκυδμαίνω:''' [[сердиться]], [[гневаться]] (τινί Hom.).
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκυδμαίνω Medium diacritics: ἀποσκυδμαίνω Low diacritics: αποσκυδμαίνω Capitals: ΑΠΟΣΚΥΔΜΑΙΝΩ
Transliteration A: aposkydmaínō Transliteration B: aposkydmainō Transliteration C: aposkydmaino Beta Code: a)poskudmai/nw

English (LSJ)

to be enraged with, μὴ . . ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.

Spanish (DGE)

irritarse contra μὴ ... ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν Il.24.65.

German (Pape)

[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.

French (Bailly abrégé)

s'irriter contre, τινι.
Étymologie: ἀπό, σκυδμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκυδμαίνω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

be utterly indignant at; τινί, imp., Il. 24.65†.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και -σκύζω) σκυδμαίνω
είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.