ἀρείων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de comparatif à</i> [[ἀγαθός]] :<br /><b>1</b> plus fort, plus courageux;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> meilleur, supérieur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire ; apparenté à [[ἀρετή]], [[ἀραρίσκω]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de comparatif à</i> [[ἀγαθός]] :<br /><b>1</b> plus fort, plus courageux;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> meilleur, supérieur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire ; apparenté à [[ἀρετή]], [[ἀραρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρείων:''' 2, gen. ονος [compar. к [[ἀγαθός]]<br /><b class="num">1)</b> [[более доблестный]], [[более храбрый]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[лучший]], [[более сильный]] Hes., Pind., Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρείων:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, -ον, τό, γεν. <i>-ονος</i>, ως συγκρ. του [[ἀγαθός]], πρβλ. [[ἄριστος]]· (<i>*ἄρω</i>)· [[καλύτερος]], γενναιότερος, ισχυρότερος, δυνατότερος, ο [[πλέον]] [[έξοχος]], λέγεται για σωματική [[υπεροχή]], [[υπεροχή]] καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, σε Όμηρ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀρείων:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, -ον, τό, γεν. <i>-ονος</i>, ως συγκρ. του [[ἀγαθός]], πρβλ. [[ἄριστος]]· (<i>*ἄρω</i>)· [[καλύτερος]], γενναιότερος, ισχυρότερος, δυνατότερος, ο [[πλέον]] [[έξοχος]], λέγεται για σωματική [[υπεροχή]], [[υπεροχή]] καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρείων:''' 2, gen. ονος [compar. к [[ἀγαθός]]<br /><b class="num">1)</b> [[более доблестный]], [[более храбрый]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[лучший]], [[более сильный]] Hes., Pind., Aesch.
}}
}}
{{etym
{{etym