ἀποκερδαίνω: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tirer parti de, profiter de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κερδαίνω]]. | |btext=tirer parti de, profiter de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κερδαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκερδαίνω:''' (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκερδαίνω:''' μέλ. <i>-κερδήσω</i> ή <i>κερδᾰνῶ</i>, αόρ. <i>-εκέρδησα</i> ή <i>-εκέρδᾱνα</i>· έχω [[κέρδος]], όφελος από [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀποκερδαίνω:''' μέλ. <i>-κερδήσω</i> ή <i>κερδᾰνῶ</i>, αόρ. <i>-εκέρδησα</i> ή <i>-εκέρδᾱνα</i>· έχω [[κέρδος]], όφελος από [[κάτι]], με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[have]] [[benefit]], [[enjoyment]] from or of a [[thing]], c. gen., Eur.; absol., Luc. | |mdlsjtxt=<br />to [[have]] [[benefit]], [[enjoyment]] from or of a [[thing]], c. gen., Eur.; absol., Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
pf. -κεκέρδαγκα D.C.43.18:—have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., ποτοῦ E.Cyc.432; ἀ. βραχέα make some small gain of a thing, And.1.134: abs., ἔνεσται ἀποκερδᾶναι Luc. DMort.4.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀποκεκέρδαγκα D.C.43.18.2]
1 c. gen. o ἀπό más gen. sacar provecho, disfrutar ποτοῦ E.Cyc.432, οὐ γάρ που καὶ ἰδίᾳ τι αὐτῶν ἀποκεκέρδαγκα D.C.l.c.
•aprovechar, procurarse ὅ τι ἂν ἀποκερδάνωσιν ἀπὸ τῶν ὀχετῶν Hp.Gland.6, c. ac. int. βραχέα obtener un provecho pequeño And.Myst.134
•abs. ἔνεσται ... ἀποκερδᾶναι Luc.DMort.4.1.
2 c. ac. compl. dir. evitar, escapar ὧν (sc. tormentos del infierno) ἵνα τὴν πεῖραν ἀποκερδάνωσιν Cyr.Al.M.73.797D.
German (Pape)
[Seite 306] (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.
French (Bailly abrégé)
tirer parti de, profiter de.
Étymologie: ἀπό, κερδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκερδαίνω: (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκερδαίνω: μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω κέρδος, ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, μετὰ γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1.
Greek Monolingual
(Α ἀποκερδαίνω)
έχω κέρδος, απολαμβάνω
μσν.- νεοελλ.
κατακτώ, αποκτώ.
Greek Monotonic
ἀποκερδαίνω: μέλ. -κερδήσω ή κερδᾰνῶ, αόρ. -εκέρδησα ή -εκέρδᾱνα· έχω κέρδος, όφελος από κάτι, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.
Middle Liddell
to have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., Eur.; absol., Luc.