ἄνοπλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὅπλον]].
|btext=ος, ον :<br />sans bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὅπλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνοπλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не имеющий щита]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[невооруженный]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[неоснащенный]] ([[λέμβος]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοπλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[χωρίς]] το [[ὅπλον]] ή τη [[μεγάλη]] [[ασπίδα]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἄνοπλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[χωρίς]] το [[ὅπλον]] ή τη [[μεγάλη]] [[ασπίδα]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνοπλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не имеющий щита]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[невооруженный]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[неоснащенный]] ([[λέμβος]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />without the [[ὅπλον]] or [[large]] [[shield]], Hdt., Plat.
|mdlsjtxt=<br />without the [[ὅπλον]] or [[large]] [[shield]], Hdt., Plat.
}}
}}

Revision as of 18:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοπλος Medium diacritics: ἄνοπλος Low diacritics: άνοπλος Capitals: ΑΝΟΠΛΟΣ
Transliteration A: ánoplos Transliteration B: anoplos Transliteration C: anoplos Beta Code: a)/noplos

English (LSJ)

ον, without the ὅπλον or large shield, of the Persians, who bore only γέρρα, Hdt.9.62: generally, unarmed, PlEuthd.299b, Onos.42.17; τὸ ἄνοπλον, opp. τὸ ὁπλιτικόν, of citizens not entrusted with arms, Arist.Pol.1289b32:—of ships, unarmed, Plb.2.12.3. (On the form v. ἄοπλος.)

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de armas de pers., Hdt.9.62, Pl.Euthd.299b, Io Trag.53e, Ezech.210, X.Hier.6.4 (var.), Onas.42.17, AP 9.320 (Leon.)
subst. τὸ ἄνοπλον el conjunto de los ciudadanos civiles op. τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol.1289b32
de embarcaciones, Plb.2.12.3.

German (Pape)

[Seite 241] s. ἄοπλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bouclier.
Étymologie: , ὅπλον.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοπλος:
1) не имеющий щита Her.;
2) невооруженный Plat., Plut.;
3) неоснащенный (λέμβος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοπλος: -ον, ὁ ἄνευ τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς μεγάλης ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· καθόλου, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, χωρίς «ἐξάρτια» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε ἄοπλος.

Greek Monolingual

ἄνοπλος, -ον (Α)
1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό
2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν)
οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι
3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα
4. (για πλοίο) το χωρίς ξάρτια.

Greek Monotonic

ἄνοπλος: -ον, αυτός που βρίσκεται χωρίς το ὅπλον ή τη μεγάλη ασπίδα, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell


without the ὅπλον or large shield, Hdt., Plat.