ἐκπάτιος: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui sort des routes frayées, extraordinaire, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πατέω]]. | |btext=α, ον :<br />qui sort des routes frayées, extraordinaire, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πατέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπάτιος:''' (ᾰ) следующий по необычному пути, перен. необыкновенный, чрезвычайный (ἄλγεα Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπάτιος:''' [ᾱ], -α, -ον ([[πάτος]]), αυτός που βρίσκεται έξω από το συνήθη δρόμο, [[παραστρατημένος]]· [[υπερβολικός]], [[υπέρμετρος]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], [[τερατώδης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐκπάτιος:''' [ᾱ], -α, -ον ([[πάτος]]), αυτός που βρίσκεται έξω από το συνήθη δρόμο, [[παραστρατημένος]]· [[υπερβολικός]], [[υπέρμετρος]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], [[τερατώδης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐκ-πά¯τιος, η, ον [[πάτος]]<br />out of the [[common]] [[path]]: [[excessive]], [[vehement]], Aesch. | |mdlsjtxt=ἐκ-πά¯τιος, η, ον [[πάτος]]<br />out of the [[common]] [[path]]: [[excessive]], [[vehement]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (πάτος) out of the common path: excessive, ἄλγεα A.Ag.49 (anap.); expld. by Sch. as lonely. Adv. ἐκπατίως v.l. for ἐκπάγλως (ap.Erot.) in Hp.Mul.2.171.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1sent. dud., quizá extremo, excesivo ἄλγη A.A.49.
2 quizá anómalo ἐκπάτιον· ἀνόμοιον Hsch.
II adv. -ως anómalamente, de modo anómalo o quizá de modo extremo Hp. en Erot.41.16 (var de ἐκπάγλως).
German (Pape)
[Seite 771] von der gewöhnlichen Bahn abweichend, außerordentlich, ἄλγος Aesch. Ag. 50.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui sort des routes frayées, extraordinaire, énorme.
Étymologie: ἐκ, πατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπάτιος: (ᾰ) следующий по необычному пути, перен. необыкновенный, чрезвычайный (ἄλγεα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπάτιος: ᾰ, α, ον, (πάτος) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, ἀσυνήθης, ὑπερβολικός, ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, ἔνθα ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170.
Greek Monolingual
ἐκπάτιος, -ον και -ος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, ασυνήθιστος, υπερβολικός.
Greek Monotonic
ἐκπάτιος: [ᾱ], -α, -ον (πάτος), αυτός που βρίσκεται έξω από το συνήθη δρόμο, παραστρατημένος· υπερβολικός, υπέρμετρος, σφοδρός, βίαιος, τερατώδης, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐκ-πά¯τιος, η, ον πάτος
out of the common path: excessive, vehement, Aesch.