ἄποικος: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> éloigné de ses foyers, de son pays ; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς SOPH bannir qqn loin de son pays;<br /><b>2</b> émigré, colon : [[πόλις]] [[ἄποικος]] <i>ou simpl.</i> [[ἄποικος]] colonie ; ἡμέτεροι ἄποικοι XÉN nos colons ; <i>fig.</i> [[χάλυβος]] Σκυθῶν [[ἄποικος]] ESCHL le fer importé de chez les Scythes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[οἰκέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> éloigné de ses foyers, de son pays ; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς SOPH bannir qqn loin de son pays;<br /><b>2</b> émigré, colon : [[πόλις]] [[ἄποικος]] <i>ou simpl.</i> [[ἄποικος]] colonie ; ἡμέτεροι ἄποικοι XÉN nos colons ; <i>fig.</i> [[χάλυβος]] Σκυθῶν [[ἄποικος]] ESCHL le fer importé de chez les Scythes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[οἰκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποικος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий далеко]], [[дальний]]: [[χάλυβος]] Σκυθῶν ἄ. Aesch. привезенная из Скифии сталь; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς Soph. послать кого-л. в далекое изгнание;<br /><b class="num">2)</b> [[колонизированный]]: ἄ. πολις Xen. колония.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[переселенец]], [[колонист]] Xen., Plut.<br /><b class="num">III</b> ἡ (sc. [[πόλις]]) колония Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄποικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από το [[σπίτι]], την [[πατρίδα]] του· <i>ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς</i>, [[στέλνω]] κάποιον [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μεταναστεύει από τη [[χώρα]] του για να συμβάλει στη [[δημιουργία]] αποικίας, ο [[άποικος]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἄποικος]] (ενν. [[πόλις]]), <i>ἡ</i>, η [[αποικία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄποικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από το [[σπίτι]], την [[πατρίδα]] του· <i>ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς</i>, [[στέλνω]] κάποιον [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μεταναστεύει από τη [[χώρα]] του για να συμβάλει στη [[δημιουργία]] αποικίας, ο [[άποικος]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἄποικος]] (ενν. [[πόλις]]), <i>ἡ</i>, η [[αποικία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποικος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий далеко]], [[дальний]]: [[χάλυβος]] Σκυθῶν ἄ. Aesch. привезенная из Скифии сталь; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς Soph. послать кого-л. в далекое изгнание;<br /><b class="num">2)</b> [[колонизированный]]: ἄ. πολις Xen. колония.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[переселенец]], [[колонист]] Xen., Plut.<br /><b class="num">III</b> ἡ (sc. [[πόλις]]) колония Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[away]] from [[home]], ἀπ. πέμπειν τινὰ γῆς to [[send]] [[away]] from one's [[country]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]],<br /><b class="num">1.</b> a [[settler]], [[colonist]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[ἄποικος]] (sub. [[πόλις]]), a [[colony]], Xen.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[away]] from [[home]], ἀπ. πέμπειν τινὰ γῆς to [[send]] [[away]] from one's [[country]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]],<br /><b class="num">1.</b> a [[settler]], [[colonist]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[ἄποικος]] (sub. [[πόλις]]), a [[colony]], Xen.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποικος Medium diacritics: ἄποικος Low diacritics: άποικος Capitals: ΑΠΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ápoikos Transliteration B: apoikos Transliteration C: apoikos Beta Code: a)/poikos

English (LSJ)

ον, A away from home, abroad, ἄ. πέμπειν τινὰ γῆς to send away from one's native land, S.OT1518. II mostly as substantive, 1 of persons, settler, colonist, Hdt.5.97, Th.1.25,38, 7.57, etc. 2 of cities, πόλιν Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ X.An.5.3.2, cf. 6.2.1, Ar.Lys.582: hence A. calls iron Χάλυβος Σκυθῶν ἄ. Th.729 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 304] ὁ, der Auswanderer, Kolonist, in Beziehung auf das Mutterland; ἔποικος in Beziehung auf die Pflanzstadt; die Alten unterscheiden ἄποικος, Ansiedler in wüstem Lande, ἔποικος, Ansiedler, nach einer schon bestehenden Stadt geschickt; überall, bes. bei Geschichtsschreibern; übertr., Aesch. χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος Spt. 710, aus Seythien hierher gebracht; γῆς ἄποικον πέμπειν τινά Soph. O.R. 1518, ausdem Lande vertreiben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 éloigné de ses foyers, de son pays ; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς SOPH bannir qqn loin de son pays;
2 émigré, colon : πόλις ἄποικος ou simpl. ἄποικος colonie ; ἡμέτεροι ἄποικοι XÉN nos colons ; fig. χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος ESCHL le fer importé de chez les Scythes.
Étymologie: ἀπό, οἰκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄποικος:
1) живущий далеко, дальний: χάλυβος Σκυθῶν ἄ. Aesch. привезенная из Скифии сталь; ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς Soph. послать кого-л. в далекое изгнание;
2) колонизированный: ἄ. πολις Xen. колония.
IIпереселенец, колонист Xen., Plut.
III ἡ (sc. πόλις) колония Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἄποικος: -ον, ὁ μακρὰν τοῦ οἴκου, ὁ ἐν ξένῃ γῇ, ὁ ἐν ὁδοιπορίᾳ, ἄπ. πέμπειν τινὰ γῆς, ἀποπέμπειν ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 1518. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ. 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μεταναστεύων ἐκ τῆς πατρίδος αὐτοῦ εἰς ξένην χώραν, ὁ ἐγκατασταθεὶς ἐν γῇ ξένῃ (ἀναφορικῶς πρὸς τὴν μητρόπολιν), Ἡρόδ. 5. 97, Θουκ. 1. 24, 35., 7. 57, κτλ. πόλιν Σινωπέων ἄποικον ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ Ξεν. Ἀν. 5. 3, 2· ἐντεῦθεν ὁ Αἰσχύλος ὁμιλῶν περὶ σιδήρου λέγει Χάλυβος Σκυθᾶν ἄποικος Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 729. 2) ἄποικος (ἐξυπακουομένου τοῦ πόλις) ἡ, = ἀποικία, ἀποικίς, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 2., 6. 2, 1· καὶ μετὰ τοῦ πόλις Ἀριστοφ. Λυσ. 582.

Greek Monolingual

ο (Α ἄποικος)
ο κάτοικος αποικίας, αυτός που έλαβε μέρος σε αποικισμό
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του
2. «ἄποικος πόλις» — η αποικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + οίκος «σπίτι, πατρίδα»].

Greek Monotonic

ἄποικος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται μακριά από το σπίτι, την πατρίδα του· ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς, στέλνω κάποιον μακριά από την πατρίδα του, σε Σοφ.
II. ως ουσ.,
1. αυτός που μεταναστεύει από τη χώρα του για να συμβάλει στη δημιουργία αποικίας, ο άποικος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. ἄποικος (ενν. πόλις), , η αποικία, σε Ξεν.

Middle Liddell


I. away from home, ἀπ. πέμπειν τινὰ γῆς to send away from one's country, Soph.
II. as substantive,
1. a settler, colonist, Hdt., Thuc., etc.
2. ἄποικος (sub. πόλις), a colony, Xen.