ἐμβίωσις: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de vivre dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβιόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de vivre dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβιόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβίωσις:''' εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμβίωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] διαβιώσεως<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[διατήρηση]] στη ζωή και [[συνέχιση]] της αύξησης τους [[μετά]] τη [[μεταφύτευση]].
|mltxt=[[ἐμβίωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] διαβιώσεως<br /><b>2.</b> (για φυτά) [[διατήρηση]] στη ζωή και [[συνέχιση]] της αύξησης τους [[μετά]] τη [[μεταφύτευση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβίωσις:''' εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβῐωσις Medium diacritics: ἐμβίωσις Low diacritics: εμβίωσις Capitals: ΕΜΒΙΩΣΙΣ
Transliteration A: embíōsis Transliteration B: embiōsis Transliteration C: emviosis Beta Code: e)mbi/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A maintenance of life, LXXSi.38.14. 2 way of living, ib.3 Ma.3.23. II taking root, Plu.2.640d.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 recursos de vida φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX Si.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.
2 estilo de vida μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3Ma.3.23.

German (Pape)

[Seite 805] ἡ, von Pflanzen, das Gedeihen, Fortkommen, Plut. Symp. 2, 6, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de vivre dans ou sur.
Étymologie: ἐμβιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβίωσις: εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβίωσις: -εως, ἡ, τὸ ζῆν καὶ αὐξάνεσθαι, Πλούτ. 2. 640D.

Greek Monolingual

ἐμβίωσις, η (Α)
1. τρόπος διαβιώσεως
2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση της αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση.