ἐπίμεσος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] in der Mitte, [[ῥῆμα]], verbum medium, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] in der Mitte, [[ῥῆμα]], verbum medium, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίμεσος:''' грам. средний: [[ῥῆμα]] ἐπίμεσον (лат. [[verbum]] [[medium]]) глагол среднего залога. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἐπίμεσος]], -ον) [[μέσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μεσοκάθετος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μέσης]] ηλικίας, ο [[μεσόκοπος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και [[ποτέ]] ενεργητικούς) και δηλώνουν ή [[ενέργεια]] μόνο (και όχι «[[πάθος]]») ή [[πάθος]] μόνο (και όχι [[ενέργεια]])<br />χρῶμαι, [[δέομαι]], ήττῶμαι, [[οδύρομαι]] κ.λπ. | |mltxt=η (Α [[ἐπίμεσος]], -ον) [[μέσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μεσοκάθετος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μέσης]] ηλικίας, ο [[μεσόκοπος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και [[ποτέ]] ενεργητικούς) και δηλώνουν ή [[ενέργεια]] μόνο (και όχι «[[πάθος]]») ή [[πάθος]] μόνο (και όχι [[ενέργεια]])<br />χρῶμαι, [[δέομαι]], ήττῶμαι, [[οδύρομαι]] κ.λπ. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, middle, ἡλικία AB108; ῥῆμα ἐ. a middle verb, Gloss.
German (Pape)
[Seite 962] in der Mitte, ῥῆμα, verbum medium, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίμεσος: грам. средний: ῥῆμα ἐπίμεσον (лат. verbum medium) глагол среднего залога.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμεσος: -ον, μέσος, «μεσόκοπον: ἀρρενικῶς, τὸ ἐπιμέσου ἡλικίας, Κρατῖνος» Α. Β. 108. 24· ἐν τῇ γραμμ. ἐπίμεσον ῥῆμα τὸ μέσως ἢ παθητικῶς σχηματιζόμενον καὶ μηδέποτε ἐνεργητικῶς, καὶ σημαῖνον εἴτε ἐνέργειαν μόνον καὶ οὐχὶ πάθος, εἴτε πάθος μόνον καὶ οὐχὶ ἐνέργειαν, οἷον χρῶμαι τεκμαίρομαι, δέομαι, ἡττῶμαι, ὀδύρομαι, κ.τ.τ., πρβλ. ἀποθετικὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
η (Α ἐπίμεσος, -ον) μέσος
νεοελλ.
η μεσοκάθετος
αρχ.
1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος
2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος μόνο (και όχι ενέργεια)
χρῶμαι, δέομαι, ήττῶμαι, οδύρομαι κ.λπ.